ἀπαλλαργάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαλλαργάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπαλλαργάρω Κάρπ. ἀπολλαργάρω Κάρπ. Τῆλ. Χίος ἀπολλαργέρω Κάρπ. Κάσ. ᾿πολλαρζέρνω Κάλυμν. Ἀόρ. ἀπολλαργάρισα Χίος.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀλλαργάρω.

Σημασιολογία

Ἀπομακρύνω τι Κάλυμν. Κάσ. Καὶ ἀμτβ. ἀπομακρύνομαι, φεύγω Κάρπ. Κάσ. Τῆλ. Χίος: ᾎσμ. Διˬώχνεις με, μάννα, διˬώχνεις με, μ’ ἐγιˬὼ νὰ φύω θέλω, ν᾽ ἀπαλλαργάρω ’ς τὰ μακρεˬὰ κ’ εἰς τὰ ξενιτεμένα Κάρπ. Σὰ τὸ λεμόνι κίτρινη μ᾽ ἔκαμεν ὁ σεβdᾶς σου, ν᾿ ἀπολλαργάρω δὲ μπορῶ μιˬὰ ὥρα ἀποκοντά σου αὐτόθ. Σὰν ἀπολλαργαρίσανε τρία μίλλιˬα τοῦ πελάου, ὁ νεˬὸς ἐποδιˬαντράπητσε τσ’ ἁπλώνει ’ς τὴν ποδεˬά της Χίος. Συνών. ἀλλαργάρω, ἀλλαργένω, ἀλλαργεύω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/