ἀπαλλεˬῶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαλλεˬῶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπαλλεˬῶς ἐπίρρ. πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. ἀλλεˬῶς.
Σημασιολογία
1) Κατ’ ἄλλον τρόπον, ἄλλως, διαφόρως πολλαχ.: Ἄν μπορῇς κάμε ἀπαλλεˬῶς. Δὲ μπορῶ νὰ κάνω ἀπαλλεˬῶς πολλαχ. 2) Ἐξ ἄλλου, ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει πολλαχ.: Κιˬ ἀπαλλεˬῶς γιˬὰ πο͜ιὸ σκοπό; Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀλλέα, ἀλλεˬῶς, ἀλλεˬώτικα 2, διˬαφορετικά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA