βασιλάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασιλάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βασιλάκι τό, Προπ. (Πάνορμ.) Ρόδ. Χίος βασιλάτσι Μεγίστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ κυρίου ὀν. Βασιλάκις.
Σημασιολογία
1) Τὸ πτηνὸν βασιλοπούλλι, ὃ ἰδ., Χίος. 2) Μικρὸν ἔντομον τοῦ γένους τῶν κανθάρων χρώματος ἐρυθροῦ ἢ ποικίλου Μεγίστ. 3) Μικρὸν δέμα σταχύων γινόμενον εἰς τὸ τέλος τοῦ θερισμοῦ ὅταν τὰ δράγματα εἶναι ὀλίγα Ρόδ. 4) Εἶδος σταφυλῆς μὲ μικρὰς ρῶγας Προπ. (Πάνορμ.) Συνών. βασιλάκικο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA