γούνωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γούνωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γούνωμα τό, Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Βιζ. Σαρεκκλ.) - Π. Παπαχριστοδ., Χαμέν. Κόσμ., 24 Θρακ. Ἠθογραφ. 3,34 καὶ 4, 29 - Ἡμερήσ. Τύπ. 25 Δεκ. 1929, σ. 5. - Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Μ Ἐγκυκλ. Βλαστ. 350 Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γουνώνω.

Σημασιολογία

1) Γούνα 2, τὸ ὁπ. βλ., Θρᾴκ. (Ἀδριανουπ. Βιζ. Σαρεκκλ.) - Π. Παπαχριστοδ., Θρᾳκ. Ἠθογραφ. 3, 34 - Ἡμερήσ. Τύπ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τοὺ π᾽τσὶ τ᾽ κουναβιˬοῦ γούνωμα νὰ τοὺ κάνουνι Βιζ. Ὁ γερο - Μπουντούρης ἀλλαγμένος ᾽ς τὰ καλά του - τὴ γούνα του τὴν τσόχινη μὲ τὸ πλατύγυρο γούνωμα Π. Παπαχριστοδ., ἔνθ᾽ ἀν Γούνα γουνωμένη ἀπὸ μέσα μὲ τετράπαχα γουνώματα Ἡμερήσ. Τύπ., ἔνθ᾽ ἀν 2) Γούνα 3 Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) - Π. Παπαχριστοδ., Θρᾳκ. Ἠθογραφ. 4, 29: ...ἡ κυρὰ Μαρ᾽γὼ ντυμένη ᾽ς τά γουνώματα καὶ τὰ μεταξωτὰ μισοφούστανα Π. Παπαχριστοδ., ἔνθ᾽ ἀν 3) Ἡ τοποθέτησις τεμαχίων γούνας ἐπὶ φορέματος Π. Παπαχριστοδ., Χαμέν. Κόσμ. 24 - Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Μ. Ἐγκυκλ. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν. Δημητρ.: Ἕνας γουναρᾶς, ποὺ δούλευε ᾽ς τὰ γουνώματα, τὰ κέρδητά του τὰ τόκιζε ᾽ς τὰ σίγουρα Π. Παπαχριστοδ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/