γκεζὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκεζὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκεζὶ τό, ᾿Αθῆν. (παλαιότ.) Πελοπν. (Μαντίν.) -Λεξ. Πρω. Δημητρ. γκιζὶ Πέλοπν. (Κυνουρ. Μαντίν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gez=κύκλος.

Σημασιολογία

1) Κύκλος χαρασσόμενος ἐπὶ τοῦ ἐδάφους κατὰ τὴν παιδιὰν «κρυφτό», ἐκ τοῦ ὁποίου ἐξορμᾷ ἡ «μάννα» πρὸς ἀνεύρεσιν τῶν κρυμμένων συμπαικτῶν ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ φρ. Ἔμπα μέσα ’ς τὸ γκεζὶ (ἐπὶ κομπορρήμονος προκαλουμένου, ὅπως ἐμπράκτως ἐπιδείξῃ τὴν ἱκανότητά του, συνών. μὲ τὴν ἀρχαίαν «ἰδού ὴ Ρόδος, ἰδοὺ καὶ τὸ πήδημα») Λεξ. Δημητρ. 2) Συνεκδ. γκεζάκι, τὸ ὁπ. βλ., Λεξ. Πρω. Δημητρ. Πβ. καραβάκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/