γουνταχλαεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουνταχλαεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουνταχλαεύω Πόντ. (Χαλδ.) γουνταχλαύω Πόντ. (Σεμέν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. kontaklamak = περιτυλίγω.
Σημασιολογία
Σπαργανώνω, φασκιώνω βρέφος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγουνταχλάεψα τὸ μωρὸν Πόντ. (Χαλδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA