ἀπαλλοῦθε

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαλλοῦθε

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπαλλοῦθε ἐπίρρ. σύνηθ. ἀπαλλοῦθ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀπαλλούθενε Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ. κ.ἀ.) ἀπαλλούθενες Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. ἀλλοῦθε.

Σημασιολογία

Ἀπαλλοῦ, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Δὲν τὸν εἶδα, γιˬατ᾿ ἔφυγε ἀπαλλοῦθε. Ἀπαλλοῦθε πέρασε σύνηθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/