γκέζο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκέζο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκέζο τό, Εὔβ. (᾿Ανδρων. Μετόχ.) Πελοπν. (Κόρινθ.) γκέζου Στερελλ. (Τριχων.) gέζου Σάμ. gέζος ὁ, Πελοπν. (Καρδαμ. Ξεχώρ.) γκέζους Στερελλ (Τριχων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς ρίζης gez- τοῦ Τουρκ. ρ. gezmek=κινοῦμαι.
Σημασιολογία
1) Κίνησις, βῆμα Εὔβ. (᾿Ανδρων. Μετόχ.) Πελοπν. (Κόρινθ.): Θά σοῦ δώσω καμμιˬὰ γροθιˬὰ καὶ δὲν θὰ κάνῃς γκέζο Κόρινθ. Τὸ σκότωκα τσ᾿ ᾽ὲν ἔκαμε γκέζο ᾿Ανδρων. Μὴν κά’ς γκέζο γιˬατ᾿ σ’ ἔφαγα Μετόχ. Σκιˬάζεται τὸ μουλάρ’ καὶ δὲν ἔκανι γκέζο αὐτόθ. Συνών. φρ. δὲν ἔκανε βῆμα. β) Συνεκδ., ἐλαφρὰ ἀνεπαίσθητος πνοὴ ἤ φωνὴ Σάμ.: Τοὺν χτύπ’ σα κὶ gέζου δὲν ἔβγαλι, Συνών. ἄχνα 2, ἀνάχνα 2, ἀχνάδα 2. Συνών. φρ. δὲν ἔβγαλε ἄχνα, δὲν εἶπε κὶχ. 2) ᾿Επιρρηματ., ἀκαριαίως Στερελλ. (Τριχων.): ᾿Νὴ πῆις γκέζου τ᾿ γίδα μὶ τ’ στουμπιˬὰ π᾿ τ᾿ς ’όρρ’ξις (στουμπιˬὰ=πετριά). 3) ’Επιθετ., ἄπνους Πελοπν. (Ξεχώρ.) Στερελλ. (Τριχων.): Τοῦ ’δωτσε μία bουνέα ’ς τὸν ὕπνο τσαὶ τὸν ἄφησε gέζο (bουνέα=γρόνθος, ὕπνος=μῆνιγξ) Ξεχώρ. || Φρ. Πῆι γκέζους (ἔμεινεν ἄπνους) Τριχων. Συνών φρ. πῆγε ᾿ς τὰ θυμαράκιˬα, ἔμεινε κόκκαλο-ξερὸς-τέζα-τέντα, τὰ κακάρωσε, τίναξε τὰ πέταλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA