γκέισα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκέισα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γκέισα ἡ, σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιαπων. geisha.
Σημασιολογία
Ἡ ἐξ ἐπαγγέλματος ἀοιδὸς καὶ χορεύτρια εἰς ᾿Ιαπωνίαν σύνηθ.: Ἡ ’Ιαπωνία ἔχει γκέισες ποὺ κάνουν τράκες. Ἔφερε ἀπὸ τὴν ᾿Ιαπωνία αὐθεντικὴ στολὴ γκέισας ᾽Αθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA