γκελίρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκελίρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκελίρι τό, σύνηθ. gελίρι Σῦρ. gιλιρὶ Λέσβ. gιλέρ’ Σάμ. gιλίρ’ Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gelir=εἰσόδημα.
Σημασιολογία
1) Κέρδος, πρόσοδος, εἰσόδημα Μῆλ. Σῦρ.: Ἔχει πολλὰ gελίριˬα-ἔχασε τὰ gελίριˬα του Σῦρ. Συνών. ἀπολαβή, σοδε͜ιά, μαξούλι. 2) ’Αφθονία, ὁ πλοῦτος γενικῶς Λέσβ. Σάμ.: Αὐτὸ τοὺ gιλέρ’ τὸ εἶδι κὶ ’ς τ’ ἀφέdη τ’; (εἰς τὸν πατέρα του;) Σάμ. || ᾎσμ. Χάσαμι τοὺ gιλιρί μας, πού ’βραμ’ ἀπὶ τσὶ γουνοί μας Λέσβ. Συνών. ἀγαθὰ, ἀφέντεμα 2, ἀφεντιˬὰ 6, ἔχει, καλὰ (βλ. καλός), κατάσταση, περιουσία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA