γουργουθιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουργουθιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γουργουθιˬάζω Κρήτ. (Ραμν. κ.ἀ.) γουργουθιˬῶ Κρήτ. (Ραμν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γούργουθας.

Σημασιολογία

Ἐπι ὕδατος, συγκεντροῦμαι εἰς λάκκον: Λάκκο κάν᾽ ἡ -  - αὐλή μας καὶ γουργούθιˬασε τὸ νερὸ ᾽κε͜ιά. Ραμν. Σαφὶς λάκκους εἶν᾽ ὁ δρόμος καὶ μιˬὰ bόρα νὰ κάμῃ, γουργουθιˬᾷ τὸ νερὸ καὶ δὲ bορεῖ νὰ περάσῃ ἄθρωπος (σαφὶς = ἐντελῶς) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/