ἁπαλοκοπιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπαλοκοπιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἁπαλοκοπιˬὰ ἡ, Λεξ. Δημητρ. ἀπαλουκουπιˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. *ἁπαλοκοπῶ.

Σημασιολογία

1) Μαλθακότης, τρυφηλότης Στερελλ. (Αἰτωλ.): Γέρασι τώρᾳ κὶ θέ’ οὕλου ἁπαλουκουπιˬὲς (ἤτοι ἁπαλὸ ψωμὶ καὶ ἁπαλὸ στρῶμα). ’μήθ’κα καλὰ ἀπόψι, εἶχα ἁπαλουκουπιˬὰ (ἁπαλὸν στρῶμα). 2) Ἁπαλὴ καὶ εὔληπτος τροφὴ Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/