γορυργουλὲς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γορυργουλὲς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γουργουλὲς ὁ, Ζάκ. Θεσσ. (Πήλ.) Κρήτ. - Ν. Πολίτ., Παραδ., 1, 532 γουργουλιˬὲς Μακεδ. (Γαλατ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. gulgule = θόρυβος, πάταγος.
Σημασιολογία
1) Θόρυβος, ἀναταραχὴ ἔνθ᾽ ἀν.: Γιρὸν γουργουλιˬὲν ἔ᾽ οὑ γείτουνας σπίτ᾽ τ᾽ Μακεδ. (Γαλατ.) β) Ὡς φρ. κάνω - βάνω γουργουλέδες (ἐνσπείρω ζιζάνια, προκαλῶ ἔριδας) Θεσσ. (Πήλ.) Ν. Πολίτ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔβαλι γουργουλὲ κὶ χάλασι ἡ δ᾽λε͜ιὰ Θεσσ. (Πήλ.) Εἴδανε ποὺ ἤθελε καὶ μαζί τους νὰ παίξῃ καὶ μία μέρα ἔκαμε γουργουλέδες, γιˬὰ νὰ τσακωθοῦνε ἀναμεταξύ τους Ν. Πολίτ., ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ἡ ἐριστικὴ διάθεσις Ζάκ.: Ἔχει γουργολὲ γιˬὰ καβγᾶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA