γουργούρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουργούρα

Τύπος

Λήμμα

Γένος

Ουσιαστικό

Συχνότητα

Θηλυκό

Τυπολογία

γουργούρα ἡ, Ἀθῆν. Ἀνάφ. Ἄνδρ. Ζάκ. Ἤπ. (Βίτσ. Ζαγόρ. Κοκκιν. Ἰωάνν.) Κύθν. Λευκ. Μακεδ. (Ζουπάν. κ.ἀ.) Πάτμ. Πελοπν. (Γορτυν. Λάλ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἄμφ.) - Γ. Σουρῆ, Ρωμ., ἀρ. 23 - Λεξ. Αἰν. Πρω. Δημητρ. γουργούλα Ἀθῆν. Ἀνάφ. Ἄνδρ. (Γαύρ.) Ζάκ. Θεσσ. (Τρίκερ.) Θρᾴκ. (Κασταν.) Ἰων. (Βουρλ.) Κύθν. Μύκ. Προπ. (Κύζ.) Χίος Ψαρ. - Ν. Κοτσοβίλ., Ἐξαρτ. πλοίων, 128 Λ. Παλάσκ., Ὀνοματολόγ., 40 Α. Σακελλαρ., Ἐγχειρ. Ἀρμενιστ., 210 D.C. Hesseling, Mots marit., 35 Ν. Χαλιορ., Ὑδρέικ. θρῦλ., 163 Ἐφημ. Καθημερινὴ 15 Μαρτ. 1924 - Λεξ. Ἠπίτ. Βλαστ. 304 Πρω. Δημητρ. γουργούλ-λα Κάλυμν. Κῶς γουργόλα Δαρδαν. βουργκούρα Κύπρ. γουργάρα Ζάκ. Ἰθάκ. Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γορτυν. Καρδαμ. Κόρινθ. Τρίκκ.) Στερελλ. (Δωρ.) - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Λέξις ἠχομιμητική. Πβ. τὸ συνών. γούργουρας, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ Βυζαντ. γούργουρος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἰδιάζων ἦχος ὁ παραγόμενος ἐκ τῆς ἐντὸς τῶν ἐντέρων μετακινήσεως ὑγρῶν ἢ ἀερίων, ὁ βορβορυγμὸς Ἀθῆν. Ἄνδρ. Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) - Γ. Σουρῆς, ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Δημητρ.: Ἔχω γουργοῦρες ᾽ς τὴν κοιλιˬὰ Ἀθῆν. || Φρ. Ἡ κοιλιˬά τ᾽ παίζ᾽ γουργούρα (πρὸς πεινῶντα) Μακεδ. Συνών. φρ. Ἡ κοιλιˬά του παίζει ταμπουρᾶ || Ποίημ. Κιˬ ἂν τύχῃ μέσα ᾽ς τὴν κοιλιˬὰ νὰ νο͜ιώσετε γουργούρα Γ. Σουρῆς, ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. βουρβουλάκιˬασμα, γούργουρας 1, γουργούρημα, γουργουρητὸ 1, γουργούρι 1, γουργούριση 1, γουργούρισμα 1. 2) Ὁ κατὰ τὴν πλήρωσιν ἢ ἐκκένωσιν στενολαίμου ὑδρίας παραγόμενος ῆχος Λεξ. Πρω. Δημητρ. Συνών. γουργουρητὸ 2, γουργούρι 1. β) Ὑδροφόρον ἀγγεῖον ἔχον στενὸν λαιμόν, ἐνίοτε δὲ καὶ διάτρητον ὁριζόντιον διάφραγμα εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ λαιμοῦ οὕτως, ὥστε τὸ ἐξερχόμενον ὕδωρ νὰ ἠχῇ Ἀθῆν. Ἀνάφ. Ἄνδρ. Ζάκ. Θρᾴκ. (Κασταν.) Κύθν. Λευκ. Πάτμ. Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἄμφ.) - Λεξ. Αἰν.: Ἔσπασ᾽ ἡ γουργούρα μας Ζάκ. Τὴ γουργούρα νὰ τὴν βάλῃς ᾽ς τὸ παρεθύρι ἀπιθωτά, μὴ λάχῃ καὶ σπάσῃ αὐτόθ. Φέρ᾽ τ᾽ γουργούρα νὰ πιˬοῦ νιρό. Αἰτωλ. Συνών. βίκα, γουργουρας 4β, γουργουράκι 1, γουργουρᾶτος 2, γουργούρι 3, μπότης, φλασκί, χουρχούρα. 3) Ὁ κοῖλος καρπὸς τῆς κολοκύνθης τῆς λαγηνοφόρου (Cucurbia lagenaria), ὁ κοινῶς λεγόμενος νεροκολοκύθα Κάλυμν. Κῶς: Πάρε καμ-μιˬὰγ γουργούλ-λαν νὰ τὴβ βάλωμεν gαλαδούρι ( = σημεῖον, ἀπὸ τοῦ ὁποίου κρεμοῦν τὸ παραγάδι κατὰ τὸ ψάρευμα) Κάλυμν. β) Μεταφ., ἡ κενὴ κεφαλὴ καί, μετων., ὁ ἀνόητος, ὁ φλύαρος Κάλυμν. Κῶς.: Ἔχει μνιˬὰγ γουργούλ-λα (ἔχει μεγάλην κεφαλὴν, εἶναι ἀνόητος) Κῶς. Πᾶψε, ρὲ γουργούλ-λα, μὴ μιλᾷς αὐτόθ. Γουργούλ-λα πού ᾽σαι! (εἶσαι ἀνόητος) Κάλυμν. || Φρ. Καλὰ γὰ κόβτζει ἡ γουργούλ-λα σου! (γὰ = δά· εἰρωνικῶς ἐπὶ ἀνοήτου) Κῶς. 4) Ὁ λάρυγξ, ὁ λαιμὸς Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γορτυν. Κόρινθ. Τρίκκ.) - Λεξ. Δημητρ.: Παροιμ. Ἂς χαρῇ ἡ γουργάρα κιˬ ἂς κοπῇ ἡ ποδάρα (ἐπὶ τοῦ ἀδιαφοροῦντος διὰ τὰ δυσάρεστα ἐπακόλουθα τῆς λαιμαργίας) Γορτυν. Ζάκ. Κόρινθ. Τρίκκ. Συνών. παροιμ. Ἂς φάῃ ἡ λαιμάρα κιˬ ἂς κοπῇ ἡ ποδάρα. Ἂς χαρῇ τὸ γουρουνάκι κιˬ ἂς κοπῇ τὸ ποδαράκι. Ἂς χαρῇ γουργούρι κιˬ ἂς κοπῇ κεφάλι. 5) Φάραγξ Κύπρ. 6) Ἡ βιαία περιστροφή, τὸ στροβίλισμα Ἤπ. (Βίτσ. Ζαγόρ. Ἰωάνν.): Τοῦ ᾽δωκι μιˬὰ ποὺ τοὺν ἤφιρι γουργούρα Ἰωάνν || Φρ. Τοὺ ἤφιρι τοὺ κιφά᾽ γουργούρα (τὸν ἔφερεν εἰς δύσκολον θέσιν, τὸν ἐστενοχώρησε πολὺ) Ζαγόρ. Συνών. βουρβούρα. 7) Ὁ ἦχος, ὁ προκαλούμενος ὑπὸ τῆς κώπης ἢ κατὰ τὴν ρῖψιν ἀντικειμένου εἰς τὴν θάλασσαν Κύθν. Μύκ.: Φρ. Θὰ σὲ ρίξω ᾽ς τὴ θάλασσα νὰ κάνῃς γουργοῦλες (θὰ σὲ πνίξω) Μύκ. Συνών. φρ. Θὰ σὲ ρίξω ᾽ς τὴ θάλασσα νὰ κάνῃς μπουρμπουλῆθρες. Συνών. εἰς λ. βουρβουλήθρα 1. 8) Οὐράδιον, κώπη ἐλικοειδῶς ἑκατέρωθεν ἐλαυνομένη ἀπὸ τῆς πρύμνης τῆς λέμβου πρὸς προώθησιν αὐτῆς Θεσσ. (Τρίκερ.) Κύθν. Προπ. (Κύζ.) Ψαρ. - Ν. Κοτσοβίλ., ἔνθ᾽ ἀν. Λ. Παλάσκ., ἔνθ᾽ ἀν. Α. Σακελλαρ., ἔνθ᾽ ἀν. (D.C. Hesseling, ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Ἠπίτ. Βλαστ. 304 Πρω. Δημητρ.: Τραυῶ γουργούρα (πλέω κινῶν τὸ οὐράδιον) Κύθν. 9) Ἡ κωπηλασία Δαρδαν. Χίος - Ν. Χαλιορ., ἐνθ᾽ ἀν. 10) Εἶδος νήξεως, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ κολυμβῶν κινεῖ ῆνωμένας τὰς χεῖρας του ἐν εἴδει στροφάλου καὶ δημιουργεῖ οὕτω χαρακτηριστικὸν θόρυβον Μύκ.: Ὁ Γιˬώρ᾽ κά᾽ γουργούλα. 11) Ἀντικείμενον παιδιᾶς ἐκ ξηροῦ περικαρπίου καρύου ἢ ἐκ μικροῦ τεμαχίου ξύλου διαπερώμενον ὑπὸ νήματος καὶ χρησιμοποιούμενον ὡς σβούρα Πελοπν. (Καρδαμ.) Στερελλ. (Δωρ.) 12) Παιδιά, καθ᾽ ἥν εἷς ἐκ τῶν παιζόντων παίδων λαμβάνει νόμισμα εἰς τὰς χεῖράς του καὶ κινῶν τοῦτο ἐντὸς τοῦ κοίλου τῶν ἡνωμένων παλαμῶν του, ἐρωτᾷ ποίαν ὄψιν τοῦ νομίσματος ἕκαστος τῶν ἄλλων προτιμᾷ. Μετὰ ταῦτα ρίπτει τὸ νόμισμα ἐπὶ τῆς τραπέζης καὶ νικᾷ ἐκεῖνος, ὅστις ἐπέτυχε τὴν ὄψιν τοῦ νομίσματος Ζάκ. Συνών. κουνιστό. 13) Ξύλινον ἐργαλεῖον τῶν κτιστῶν, καλούμενον οὕτως ἐκ τοῦ ἤχου τοῦ παραγομένου κατὰ τὴν χρῆσιν αὐτοῦ Μακεδ. (Ζουπάν.) 14) Εἶδος μικροῦ στρογγυλοῦ κώδωνος αἰγοπροβάτων Πελοπν. (Γορτυν. Λάλ.): Οἱ γουργοῦρες εἶναι μικρὰ κουδούνιˬα Λάλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/