γούργουρας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γούργουρας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γούργουρας ὁ, Ἄνδρ. Ἀντίπαρ. Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν. Μέτρ.) Ἰθάκ. Κάρπ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Κύθηρ. Κύθν. Κυκλ. Κύπρ. Λέσβ. Νίσυρ. Παρ. (Νάουσ.) Πελοπν. (Μάν.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Σίκιν. Σύμ. Τῆν. Χίος – Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 171, 48 - Λεξ. Βάιγ. Πόππλετ. Μπριγκ. Βλαστ. 386 Πρω. Δημητρ. γκούργκουρας Ἤπ. Θεσσ. (Ἀλμυρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Νιγρίτ.) γούργουλας Ἀδραμ. Λέσβ. Μακεδ. (Σιάτ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Σάμ. Φοῦρν. Χίος - Λεξ. Γαζ. (εἰς. λ. βρόχθος) Λάουνδ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. 386 Πρω. Δημητρ. βούργουρας Κάρπ. Ρόδ. βούργκουρας Κύπρ. βούρκουρας Κύπρ. ᾽ούργουρας Κάρπ. γούργουρος Λεξ. Δημητρ. γούργουρους Καππ. (Σίλ.) γούργουλος Εὔβ. (Κουρ.) Σκῦρ. βόρβορας Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βυζαντ. γούργουρος, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ. γούργουρας, βλ. Χωνιάτ. 606, 24 (ἔκδ. Βόνν.) «τὴν γυναικείαν ἐντροπὴν ἀπορρίψασα διὰ τοῦ γουργούρου αὐτῆς κλώζους καὶ ἐρευγμοὺς ἐποίει καὶ σφυριγμοὺς μεγάλους ἐξέφερεν ἀπὸ τοῦ στόματος αὐτῆς» καὶ Ι. Σταφιδᾶ, Ἰατροσόφ. (τοῦ ἔτους 1384) ἕκδ. É. Legrand, Β.G.V. 2, σ. 3, στ. 63 «Πετεινοῦ γούργουραν καῦσε τον εἶτα τρῖψε τον καὶ ποίησον οἷον τὸ ἀλεύριν ψιλὸν καὶ πότισον αὐτὸν κατὰ πρωὶ νηστικὸν μὲ τὸ χλίον τὸ νερόν» Πβ. καὶ Πρόδρομ., 2, 19 (ἔκδ. Hesseling - Pernot, σ. 38, 40). Ὁ τύπ. γούργουρας καὶ παρὰ Γερμ. Βλάχ. Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἰδιάζων ἦχος ὁ παραγόμενος ἐκ τῆς ἐντὸς τῶν ἐντέρων μετακινὴσεως ὑγρῶν ὴ ἀερίων, ὸ βορβορυγμὸς Ἤπ. Θεσσ. Λέσβ. Σκῦρ.: Αἰνίγμ. Ἀνάμεσα σὲ δυˬὸ βουνὰ | γούργουλος κατρακυλᾶ (ἡ πορδὴ) Σκῦρ. Κότσ᾽νους φίδαρους ᾽ς τ᾽ dρα᾽λιˬὰ τ᾽ | γούργουρας μέσα ᾽ς τὴ τζ᾽λιˬά τ᾽ | τσὶ φουτιˬὰ ᾽ς τοῦ bαπαλᾶ τ᾽ ( = εἰς τὴν κεφαλήν του· ὁ ναργιλὲς) Λέσβ. Συνών. εἰς λ. γουργούρα 1. 2) Ὁ θόρυβος ἐκ τῆς ροῆς τῶν ὑδάτων διὰ μέσου τῶν σωλήνων καὶ τῶν ὀχετῶν Ἤπ. Διὰ τὴν σημασ. πβ. τὸ παρ᾽ Ἡσυχίῳ «γοργύρα· ὑπόνομος, δι᾽ οὗ τὰ ὕδατα ὑπεξῄει». β) Σωλὴν βρύσης Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. (Σιάτ.) 3) Ὁ λάρυγξ, ὁ λαιμὸς Εὔβ. (Κουρ.) Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἰθάκ. Καππ. (Σίλ.) Κάρπ. Κεφαλλ. Κύπρ. Νίσυρ. Τῆν. Χίος - Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, σ. 171, ἀρ. 48 - Λεξ. Βάιγ. Πόππλετ. Γαζ. (εἰς λ. βρόχθος) Λάουνδ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. 386 Δημητρ.: Πονεῖ μου ὁ βούρκουρας καὶ ᾽έν μπορῶ νὰ καταπίω Κύπρ. Πκιˬάσ᾽ τομ ᾽ποῦ τὸβ βούρκουραν τζαὶ βάρ᾽ του κάτω αὐτόθ. Ἂν πκιˬάσω τὸν λαιμόν σου, θὰ νὰ βκάλω τὸν βούρκουράν σου αὐτόθ. Τὸ ἔσφαξε ᾽ς τὸ λαιμὸ καὶ πέταε ἄbουλες τὸ αἷμα ἀπὸ τὸ γούργουρα Κεφαλλ. Ἔκουψα τοὺ γούργουρούν dου Καππ. (Σίλ.) || Φρ. Νά ᾽χαμε καὶ τί νά ᾽χαμε; ἕνα γούργουρα ψημένο καὶ τῆς γριˬᾶς τὸ μυˬαλὸ ξεροτηγανισμένο (ἐπὶ ἀνοήτων καὶ γελοίων ἐπιθυμιῶν) Ι. Βενιζέλ., ἔνθ᾽ ἀν. Θὰ σοῦ φάω τὸ γούργουρα (ἀπειλή· θὰ σὲ φονεύσω) Ἰθάκ. Κεφαλλ. Συνών. φρ. Θὰ σοῦ φάω τὸ λαρύγγι. Συνών. γουργούρα 4, γουργούρι 2, καταπινάρι, καταπίτης, καταπιˬῶνας, λάρυγγας. β) Ὁ προέχων χόνδρος τοῦ λάρυγγος, τὸ μῆλον τοῦ Ἀδάμ, τὸ καρύδι Ἤπ. Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κεφαλλ. - Λεξ. Περίδ. Αἰν. Μπριγκ.: Ἐδῶ κάτου ἀπὸ τὸ γούργουρα βάνεις τὸ χέρι σου κιˬ ἀκοῦς τσὶ φλέβες νὰ χτυποῦν ἀδύνατα ὅλη τὴν ὥρα Ἀργυρᾶδ. Ὁ γούργουρας τοῦ λαιμοῦ Κεφαλλ. Συνών. καρύδι, λαρύγγι. γ) Ἡ σταφυλή, ἡ κιονὶς τοῦ φάρυγγος, τὸ εἰς τὸ ἄνω μέρος τοῦ φάρυγγος σαρκῶδες ἕκφυμα Λεξ. Πόππλετ. δ) Ἡ νόσος τοῦ λαιμοῦ κυνάγχη Κύθν.: Φρ. Νὰ σὲ πιˬάσῃ γούργουρας καὶ πνίχτης (ἀρὰ ἐπὶ τῶν κραυγαζόντων). Συνών. φρ. Νὰ σὲ πιˬάσῃ γουργουρίτης - νὰ σὲ πιˬάσῃ σκασμός. ε) Ὁ σαρκώδης τοῦ αλέκτορος πώγων Κύπρ. (Καρπασ.) Συνών, λειρί. 4) Ὁ στενὸς λαιμὸς ὑδρίας ἢ κοίλης ὑδροκολοκύνθης ἢ ἄλλου ἀγγείου, ἀπὸ τοῦ ὁποίου ἐκρέον τὸ ὕδωρ ἠχεῖ Ἄνδρ. Μέγαρ. Σύμ. Τῆν. Χίος - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ἤπιˬα τὴ gανάτα ᾽σιˬὰ μὲ τὸ γούργουρα Μέγαρ. Πιˬάσ᾽ τὴν καλὰ ἀπὸ τὸ γούργουρα τὴ στάμνα, γιˬατὶ θὰ σοῦ πέσῃ Τῆν. Ἔχει λαιμὸ σὰ γούργουρα Χίος. Ἤσπασεν ὁ γούργουρας gαὶ ἐχύθη dὸ ξύιν αὐτόθ. Εἶναι γεμᾶτο ὥς τὸ γούργουλα Λεξ. Δημητρ. β) Πήλινον ὑδροφόρον ἀγγεῖον ἔχον στενὸν λαιμόν, ἐνίοτε δὲ καὶ διάτρητον ὁριζόντιον διάφραγμα εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ λαιμοῦ οὕτως, ὥστε τὸ ἐξερχόμενον ὕδωρ νὰ ἠχῇ Ἀδραμ. Θήρ. Κυδων. Λέσβ. Πελοπν. (Μάν.) Σάμ. Φοῦρν. Συνών. γουργούρα 2β, τσίτσα, τσότρα, χουρχούρα. 5) Ὁ φάραγξ Ρόδ. Συνών. γουργούρα 5. 6) Ὁ ναργιλὲς τῶν χασισοποτῶν Λεξ. Δημητρ. 7) Τὸ ἄρρεν τῆς περιστερᾶς Ἀντίπαρ. Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κύθηρ. Κυκλ. Κύπρ. Λέσβ. Μακεδ. (Νιγρίτ.) Πάρ. (Νάουσ.) Σίκιν.: Σὰ γούργουρας κάνεις Θήρ. Σὰ dὸ γούργουρα γουργουρίζει αὐτὸς Νάουσ. || Αἴνιγμ. Γούρνα μου πελεκητὴ | μαρμαρένιˬα καὶ χυτὴ | πάει ὁ γούργουρας νὰ πιˬῇ | κιˬ οὔτ᾽ ὸ γούργουρας χορταίνει | οὔτε τὸ νερὸ φυρνᾷ ( = τὸ ἅγιον ποτήριον μετὰ τῆς θείας μεταλήψεως) Κύθηρ. Τὸ αἴνιγμ. εἰς παραλλαγ. καὶ ἀλλαχοῦ || Ἆσμ. Ἀπὸ καρσὶ εἶσι γούργουλας κιˬ ἀπὸ κουdὰ τρυγόνα κιˬ ἀνάμισα ᾽ς τὶς κουπιλιˬὲς εἶσι μιˬὰν ἀχιλώνα Λέσβ. Συνών. γοῦτος. β) Μεταφ., ὁ ἐρωτύλος νέος Θήρ. 8) Ἀντικείμενον ἐκ μικροῦ τεμαχίου ξύλου ἢ κόκκου κομβολογίου ἢ ἐκ ξηροῦ περικαρπίου καρύου διαπερώμενον ὑπὸ μικροῦ ἀπεξυσμένου ξυλίνου κάρφους καὶ χρησιμοποιούμενον ὑπὸ τῶν παίδων ὡς σβούρα Ἤπ. Θρᾴκ. (Μέτρ.) Συνών. εἰς λ. βουρβούνα καὶ γαργάρα 5. β) Ξύλινος στρόμβος παιδιᾶς τιθέμενος εἰς περιστροφικὴν κίνησιν διὰ κτυπημάτων μαστιγίου Θρᾴκ. (Μέτρ.) γ) Ἀντικείμενον παιδιᾶς κατασκευαζόμενον ἀπὸ δύο καρύδια. Εἰς τὸ ἓν ἀνοίγεται μία ὀπή, εἰς τὴν ὁποίαν στερεοῦται καλῶς λεπτὸν ξύλον μήκους δέκα ἑκατοστῶν, εἰς τὸ δεύτερον ἀνοίγονται ἀντιθέτως δύο ὀπαί, ὥστε νὰ διέρχεται δι᾽ αὐτῶν τὸ ξυλάριον, καθέτως δὲ πρὸς αὐτὸ ἀνοίγεται καὶ τρίτη ὀπη διὰ τῆς ὁποίας διέρχεται τὸ εἰς τὸ ξυλάριον προσδενόμενον σχοινίον. Τοῦτο συρόμενον βιαίως κάμνει τὸ ξυλάριον μετὰ τοῦ ἐπ᾽ αὐτοῦ καρυδίου νἀ στρέφεται ἐναλλάξ πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ μετὰ θορύβου Θρᾴκ. (Μέτρ.) 9) Ὁ φανταστικὸς ὕπὸ τῶν ἁλιέων θεωρούμενος φύλαξ τοῦ ἀκατίου, ὁ ὁποῖος κατά την ἄνοιξιν, ἐν καιρῷ νυκτός, κτυπᾶ αὐτὸ κάτωθεν τῆς τρόπιδος εἰς τήν πρῷραν, τὸ μέσον, την πρύμνην καὶ τἀνάπαλιν Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Συνών. ντούχτουκας, πουλλὶ τῆς βάρκας, τελεσίμι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γούργουρας Πελοπν. (Γαργαλ.) Ρόδ. (Ἀφάντ.) καὶ Βούργκουρας Ρόδ. (Προφ.) καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γούργουρας Πελοπν. (Λεχαιν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA