βασιλέλλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασιλέλλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βασιλέλλι τό, (Ι) βασ’λέ’ Λέσβ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βασιλεˬάς.
Σημασιολογία
Βασιλόπουλλο, ὃ ἰδ.: Φουνάζ’ τοὺ βασ'λέ’ τ’ μάννα τ᾿ κὶ dὴ λέ’ (ἐκ παραμυθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA