ἁπαλοταριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπαλοταριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἁπαλοταριˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἁπαλοταρέα Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) ἁπαλοταρὰ Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἁπαλὸς καὶ τοῦ οὐσ. ταρὸς διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ιˬά. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. τὰ μεσν. κακοταρία ἐν Ν.Ἑλληνομν. 9 (1912) 174 «τῇ ιδῃ τοῦ αὐτοῦ μηνὸς ἄστρον τοῦ ἁγίου Φιλίππου καὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦν θαλάσσης κακοταρίαν» καὶ καλοταρία αὐτόθ. 173 «ἐν δὲ ταῖς τοιαύταις ἡμέραις εἰσὶ καλοταρίαι τῆς θαλάσσης».

Σημασιολογία

Μέτριος καὶ δροσερὸς ἄνεμος: Φυσοῦν ἁπαλοταρὲς || ᾎσμ. Σὰν θέλῃς νά ᾽ρτῃς, νεˬώτερε, κάλλιˬο καιρὸ ᾿ὲν θέλεις σότα ’ν’ ὡραιˬὰ καὶ ξαστεριˬὰ καὶ ἁπαλοταρέα Ἔλυμπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/