βασίλεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασίλεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βασίλεμα τό, κοιν. βασίλιμα βόρ. ἰδιώμ. βασίλεμ-μα Καλαβρ. (Μπόβ.) βασίλεμαν Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βασιλεύω.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ γίνῃ τις βασιλεὺς Πόντ. (Τραπ.) 2) Ἡ δύσις τοῦ ἡλίου συνήθως ἐν συνεκφορᾷ μετὰ τοῦ οὐσ. ἥλιˬος καὶ ἄλλων ἀστέρων κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Τραπ.): Τοῦ ἥλιˬου τὸ βασίλεμα κοιν. Ἀπάν’ ᾿ς σοῦ ἥλ’ τὸ βασίλεμαν Τραπ. Ἀπάνου - κουντὰ ᾿ς τοὺ βασίλιμα Στερελλ. (Ἀράχ.) Βασιλέματα τοῦ νήλιˬου Νάξ. (Δαμαρ.) Λάμπει ό ἥλιˬος ᾿ς τὰ βασιλέματα Νίσυρ. Συνών. ἀποδιˬάβα 2, ἀποδιˬάβασμα 1 β, ἀπόκλωσμα, *βασίλεμα - ἡλιˬοῦ, βασιλεμός, *βασιλιˬόγερμα, γέρμα, γύρισμα, δύσι͵ ἡλιˬοβασίλεμα, ἡλιˬοβούτημα, ἡλιˬόγερμα. β) Ἐπιρρηματ., κατὰ τὴν δύσιν πολλαχ.: Βασίλεμα ἥλιˬου πολλαχ. Βασίλιμα ἡλιˬοῦ Μακεδ. Στερελλ. κ.ἀ. Βασιλέματα τοῦ ἥλιˬου Κρήτ. Βασίλιμα ἡλιˬοῦ Κοζ. 3) Πληθ., αἱ κατὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου πίπτουσαι σκιαὶ Στερελλ. (Αἰτωλ.) 4) Ἡ κατάστασις ὀφθαλμῶν οἱ ὁποῖοι ἀπώλεσαν τὴν ζωηρότητά των ἕνεκα ὑπνηλίας ἢ νόσου σύνηθ.: Βασίλεμα τῶν ματιˬῶν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA