γουργουρήθρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουργουρήθρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γουργουρήθρα ἡ, ἀμάρτ. γουργουλήθρα Πελοπν. (Μεσσην.) γουργουλήτρα Βιθυν. (Κίος).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γουργουρίζω, παρὰ τὸ ὁπ. γουργουλίζω, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ήθρα.
Σημασιολογία
1) Ἡ πομφόλυξ ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀντὶ νὰ φυσοῦν, ροφοῦσαν καὶ δὲ βγαίνασι γουργουλῆτρες Βιθυν. (Κίος). || Φρ. Πήγαινε νὰ κάμῃς γουργουλῆθρες (πρὸς ἀνοήτως ὁμιλοῦντα) Πελοπν. (Μεσσην.) Συνών. εἰς λ. βουρβουλήθρα 1. 2) Ἡ ἐρυγὴ Πελοπν. (Μεσσην.) Συνών. ρέψιμο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA