ἀσπρομούτσουνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρομούτσουνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσπρομούτσουνος ἐπίθ. πολλαχ. ἀσπρουμούτσ᾽νους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. μούτσουνο.
Σημασιολογία
1) Ὁ λευκοπρόσωπος, συνήθως ἐπὶ ζῴων τῶν ὁποίων τὸ τρίχωμα τοῦ προσώπου εἶναι λευκόν: Ἀσπρομούτσουνο πρόβατο πολλαχ. Ἀσπρομούτσουνον βούδιν Κύπρ. Συνῶν. ἀσπρομούρης. 2) Μεταφ. ὁ ὢν ἢ ὁ ἀναδεικνυόμενος εἰς τὰς ἐνεργείας του ἄμεμπτος ἐνιαχ.: Βγῆκε ἀσπρομούτσουνος Κρήτ. Συνών. ἀσπροκάτζης 2, ἀσπροκούτελος 2, ἀσπροπρόσωπος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA