γκέμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκέμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκέμι τό, κοιν. καὶ Τσακων. (Χαβουτσ.) gέμι Ζάκ. Κεφαλλ. Κρητ. Μέγαρ. Νάξ. Πελοπν. (Λακεδ. Μάν.) κ.ἀ. γκέμ’ Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) Εὔβ. (Αἰδηψ. Ἄκρ. Λιχὰς Ψαχν. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. Παλάσ. Πλατανοῦσ. Πρέβ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἅγιος Θεόδωρ. Βαμβακ. Δομοκ.) Θρᾴκ. (’Αδριανούπ. ’Αμὸρ. Μαρών. Σουφλ.) Καππ. (Μισθ.) Μακεδ. (Βέρ. Βλάστ. Βόιον Βρία Βροντ. Γαλατ. Γρεβεν. Δαμασκ. Δεσκάτ. Δρυμ. ’Εράτυρ. Καστορ. Κολινδρ. Μοσχοπότ. Νάουσ. Πεντάπολ. Ρυάκ. Σιάτ.) Προπ. (’Αρτάκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. ’Ακαρναν. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φωκ.) Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) gέμ’ Ἴμβρ. Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σαρεκκλ.) Λέσβ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σάμ. (Βλαμαρ. Κουμαδαρ. Μαραθόκ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Εὐρυταν.) Τῆν. κέμι Ἤπ. (Δρόβιαν.) κέμ-μι Ρόδ. κέμ’ Καππ. (Φλογ.) τζέμι Καρ. (Ἁλικαρνασσ.) γέμι Θεσσ. (’Αργιθ.) γκίμι Μακεδ. (Βόιον)

Ετυμολογία

Εκ τοῦ ’Αραβοτουρκικοῦ gem=χαλινὸς. Βλ. Α. maidhof εἰς Glotta 10 (1920), 9.

Σημασιολογία

1) Συνήθως κατὰ πληθ. ὁ χαλινός, τὰ ἡνία κοιν. καὶ Καππ. (Μισθ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Ἔπιˬασε τὸ ἄλογο ἀπὸ τὰ γκέμιˬα κοιν. ’Απ’ τὶς φωνές, τὸ ντουφεκίδι καὶ τὰ τραγούδιˬα ἀλαφιˬαστήκανε τ’ ἄλογα καὶ πήγανε νὰ κόψουνε τὰ γκέμιˬˬα Πελοπν. (Μεσσην.) Βάστα καλὰ τοὺ γκέμ’, γιˬὰ νὰ μὴ πέῃς Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μὶ κόπ’κι λίγου τοὺ λουρὶ ἀπ᾽ τοὺ γκέμ’ κὶ θέλου νὰ τοὺ ράψου Ἤπ. (Κουκούλ.) Τοὺ γκέμ’ τοὺ ἐβανάμι μόνου ’ς τ’ ἄλουγου Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.) ᾿Ιγὼ ’ς τ’ ἄλουγου εἶχα γκέμιˬα ἀποὺ καθαρὸ πιτσὶ κι ὅλου κιντ’τὸ (=κεντητὸν) Μακεδ. (Δεσκάτ.) Πιˬάσι ’᾽ δὰ τὰ γκέμιˬα νιˬὰ στιγμὴ νὰ πιταχτοῦ ὥς τ’ ἀbέ’ Εὔβ. (Ἄκρ.) Φτά’ νὰ τὰ τ’νάξ’ς τὰ γκέμιˬα νιˬὰ φουρὰ κὶ γίνιτ’ ἀέρας (ἐπὶ λίαν ταχύποδος ὑποζυγίου) αὐτόθ. ΙΙ Μεταφ. φρ. Πάρ’ του τὰ γκέμιˬα, μὴν τὸν ἀφίνῃς νὰ σοῦ πάρῃ τὸν ἀέρα. Σφίξ’ του τὰ γκέμιˬα, ἂν θέλῃς νὰ συμμορφωθῇ σύνηθ. Τοῦ βαστάει τὰ γκέμιˬα (τὸν διευθύνει) Λεξ. Δημητρ. Συνών. φρ. Τὸν σέρνει ἀπὸ τὸ καπίστρι, τὸν τραυάει ἀπὸ τὴ μύτη. Τοὺν τραυάει ἀπ᾽ τοὺ γκέμ’ ἡ ᾿ναῖκα τ᾿ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἔννο͜ια σου καὶ θὰ τοῦ τσακώσου τὰ γκέμιˬα, ποῦ θὰ μοῦ πάῃ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἦρθ’ οὑ πατέρας τ’ κὶ τά ’σφιξι τὰ gέμιˬα τ’, ἰμένα δὲ μ’ ἀκούει Τὴν. Τοῦ μάζεψα τὰ γκέμιˬα Λεξ. Βλάστ 503. Συνών φρ. Τοῦ ’σφιξα τὰ λουριˬά Βάλ’ τ’ τὰ γκέμιˬα, γιˬὰ νὰ μὴν τοὺ ξανακά’ Στερελλ. (Ὑπάτ.) Κρατάει τοὺ γκέμ’ κὶ πέρασε καλά, ἀλλιˬῶς θὰ κακουπέρναϊ (διευθύνει, διαχειρίζεται καλῶς τὰ τοῦ οἴκου) Στερελλ. (Τριχων.) Εἶνι ἂλουγου χώρ’ς γκέμ’ (ἐπὶ ἀπειθαρχήτου) Ἤπ. Τί καρτιρεῖς, ἅμα φέγουν τὰ γκέμιˬα ἀπ᾿ τὰ χέριˬα τῶν γουνέουν; Ἤπ. (Κουκούλ.) || Παροιμ. Τοὺ μπ’λάρ’ πιˬάνιτι μὶ τοὺ γκέμ’ (ἀπαιτεῖται ἐπιβολὴ ἐπὶ τῆς συζύγου, τῶν τέκνων κ.λ.π.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ὁ νοῦς του σχίζει τρίχα καὶ τοῦ ψύλλου βάνει γκέμι (ἐπὶ τῶν λίαν ἐπιτηδείων) Ι. Βενιζέλ. Παροιμ.2, 334, 200. Κόρη χωρὶς συμμάζεμα, μουλάρι δίχως γκέμιˬα (ἐπὶ ἀνεπιβλέπτου νεάνιδος χωρούσης εἰς αἰσχρὸν βίον) Λεξ. Δημητρ. || Ἄσμ. Βάνε τὴ σέλλα τὴ χρυσῆ τσαὶ τ’ ἀσημένιˬα gέμιˬα Μέγαρ. Μισοδρομῆς, μισοστρατῆς, ’ς τὴ μέση ’ς τὸ γιˬοφύρι στοιχε͜ιὸ ξεφανερώθηκε, στέκει ἀνάμεσά τους, πιˬάνει τῆς νύφης τ’ ἄλογο καὶ τοῦ γαμπροῦ τὸ γκέμι Πελοπν. (Κλειτορ.) Καὶ τὴν σαΐττα τὴ φτινὴ κιˬ αὐτὴ γκέμι τὴν βάνουν (σαΐττα=εἶδος ὄφεως, φτινὴ=φτενή, λεπτὴ) Μακεδ. (Βόιον). Συνών. χαλινάρι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ’ς τοὺ Γκέμ’ Στερελλ. (’Αστακ.) 2) Μεταφ., ὁ χαλινὸς τὴς βαλάνου τοῦ πέους Θρᾴκ. (Σουφλ.) Συνών. πετσάκι, πετσί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/