ἀπαλων͜ειὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαλων͜ειὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπαλων͜ειὰ, ἡ Δαρδαν. ἀπαλουνε͜ιὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ἁλωνει͜ά.

Σημασιολογία

1) Τὸ τέλος τοῦ ἀλωνίσματος Στερελλ. (Αἰτωλ): Μ’ ηὖρις ἀπάν ’ς τ᾿ν ἀπαλουνε͜ιά. Συνών. ἀπαλώνεμα, ἀπαλωνισιˬά, ἀπαλώνισμα 1. 2) Τὰ μετὰ τήν μεταφορὰν τοῦ γεννήματος ἀπομένοντα ἐν τῷ ἀλωνίῳ χονδρὰ ἄχυρα, σκύβαλα κττ. Δαρδαν. Συνών. ἀπαλώνισμα 2, ἀπάλωνο 1, κότσαλο, σκύβαλο, χοντράδι. 3) Τὰ μακρὰν τοῦ ἁλωνίου ὑπὸ τοῦ ἀνέμου παρασυρόμενα καὶ συγκεντρούμενά που λεπτὰ ἄχυρα Στερελλ. (Αἰτωλ.): Εἶνι ἀπ᾿ ἀπαλουνε͜ιὰ κὶ νὰ τοὺ καθαρίῃς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/