γουργουριˬανὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουργουριˬανὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γουργουριˬανὸς ὁ, ἀμάρτ. γουργουλιˬανὸς Ζάκ. γουργουλιˬᾶνος Ἤπ. - Λεξ. Αἰν. γουρλιˬᾶνος Λεξ. Βλαστ. 424.

Ετυμολογία

Λέξις ἠχομιμητική, ἐκ τοῦ γουρ-γουρ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ιανός.

Σημασιολογία

1) Τὸ πτηνὸν Μέροψ ὁ μελισσοφάγος (Merops apiaster) τῆς οἰκογ. τῶν Μεροπιδῶν (Meropidae) Ζάκ. Συνών. βουργαρίτσα 2, βουλγαρόπουλλο, Βούργαρος 5, μελισσᾶς, μελισσουργός. 2) Εἶδος νήσσης Ἤπ. – Λεξ. Αἰν. Βλαστ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/