ἀπαλωνεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαλωνεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπαλωνεύω Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σέριφ. Σίφν. ἀποουωνεύω Νάξ. (Κορ.) ᾿πολωνεύω Κάλυμν. ᾿πολωνεύγω Κάλυμν. Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἁλωνεύω.
Σημασιολογία
Τελειώνω τὸ ἁλώνισμα ἔνθ’ ἀν.: ’Κόμα ’ὲν ἠπολωνέψαμε Κάλυμν. Αὔριο θὰ ’πολωνέψω αὐτὀθ. Ἐπολωνέψανε τὰ βούδιˬα; Σίφν. Συνών. ἀπαλωνίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA