γουργουρίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουργουρίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουργουρίκι τό, ἀμάρτ. ᾽ουργουρίκιˬα τά, Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γουργουλίτ Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουργούρι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίκι.
Σημασιολογία
1) Οἱ ἀδένες εἰς τὴν βάσιν τοῦ οὐρανίσκου σχήματος ἀμυγδάλου, αἱ άμυγδαλαῖ τοῦ λαιμοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Οἱ διˬάολοι νὰ κάτσουνε μέσ᾽ ᾽ς τὰ ᾽ουργουρίκιˬα dοῦ λαιμοῦ σου ᾽ιˬἁ δὲ bορῶ πιˬὰ νὰ σ᾽ ἀκούω || Φρ. Ποὺ νὰ πρἠξου dὰ ᾽ουργουρίκιˬα dου τοῦ κακοθάνατου! (ἀρά) Ποὺ νὰ φραοῦνε τὰ ᾽ουργουρίκιˬα dοῦ λαιμοῦ σου! (ἀρά) β) Ἡ ἀσθένεια τῶν ἀμυγδαλῶν τοῦ λαιμοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Φρ. Ὀυργουρίκιˬα νὰ βγάλῃς! (ἀρά). 2) Οἱ ἐκ τοῦ λαιμοῦ τῶν ζῴων ἐξαρτώμενοι κώδωνες καὶ λοιπά στολίσματα ἐκ λίθων ἢ ἄλλης ὕλης Πόντ. (Σάντ.): Αἴνιγμ. Ἔχω ἕναν σαντουχόπον κ᾽ ἕν᾽ γομᾶτον γουργουλίτ (ἔχω ἕν μικρὸν κιβώτιον καὶ εἶναι γεμάτον ἀπὸ στολίδια· τὸ στόμα καὶ οἱ ὀδόντες) Συνών. βιρβιλίτσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA