βασιλὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασιλὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βασιλὴ ἡ, Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βασιλεύω. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Λεξικογρ. Δελτ. Ἀκαδ. Ἀθην. 1,22 ὑποσημ
Σημασιολογία
Βασιλεία 1, ὅ ἰδ. Ἡ λ. ἐν φρ. ᾄσμ. χαρίζω σε τή βασιλήν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA