ἀπαλωνίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαλωνίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπαλωνίζω Θήρ. Πελοπν. (Γορτυν. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Λακων.) Χίος –Λεξ. Δημητρ. ἀπαλουνίζου Ἤπ. (Ἰωάνν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀπαωνοῦ Τσακων. ’παλωνίζω Θήρ. ’παλουνίζου Ἴμβρ. ᾽πολωνίζω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἁλωνίζω.

Σημασιολογία

Ἀπαλωνεύω, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἀκόμα δὲν ἀπαλωνίσαμε Λεξ. Δημητρ. Ἀπαλώ’σαν οὕλου τοὺ χουριˬὸ τώρᾳ Αἰτωλ. Ἔχου ἀπαλουνισμένου τοὺ σ᾿τάρ᾿ αὐτόθ. Ἑέρι ἀπαωήκαμε (χθὲς ἐπερατώσαμεν τὸ ἁλώνισμα) Τσακων. ‖ Παροιμ. Ὅντας ἠαλωνίζαμε, Βασίλει, κὺρ Βασίλει, τώρᾳ ποῦ ἀπαλωνίσαμε, ὄξω, παλα͜ιοκασσίδη! (ἐπὶ τοῦ ἀδικουμένου ὑπὸ τοῦ ὑπ᾿ αὐτοῦ ὠφεληθέντος ἢ ἐπὶ τοῦ ἀγροίκως φερομένου πρὸς ἄνθρωπον τὸν ὁποῖον ἐκολάκευεν ἄλλοτε ὅτε εἶχεν ἀνάγκην αὐτοῦ) Θήρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/