γκεργκεφένιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκεργκεφένιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γκεργκεφένιˬος ἐπίθ. ἐνιαχ. κιρκιφένιˬους Ἤπ. (’Ιωάνν.) γιˬουργιˬαφένιˬους Εὔβ. (Μετόχ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γκεργκέφι , παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. κερκέφι.

Σημασιολογία

1) Ὁ κατασκευασμένος ἐξ ὑφάσματος διακοσμημένου διὰ χρυσῶν ποικιλμάτων Ἤπ. (᾽Ιωάνν.): Ἔ μα’λλάριˬα κιρκιφένιˬα. 2) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., ἑορτάσιμον γυναικεῖον ἔνδυμα ἐκ λευκοῦ ὑφάσματος φέροντος ποικίλματα ἀπὸ χρυσᾶ νήματα καὶ διακοσμητικὰ πετάλια, πούλιες Εὔβ. (Μετόχ. κ.ἀ.) Φόρισι τὰ γιˬουργιˬαφένιˬα γιˬὰ τοὺ πα’γύρ’.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/