γκεργκέφι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκεργκέφι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκεργκέφι τό, Ἤπ. κ.ἀ -Α. Οἰκονομίδ., Τραγούδ. ’Ολύμπ., 34. Passow Carm. popular., 146 gερgέφι Κρήτ. (’Ανατολ. κ.ἀ.) γκιργκέφ’ Ἤπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἄσσηρ. Βέρ.) gιρgέφ’ Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) γκιˬοργέφ’ Θρᾴκ. (Μάλγαρ.) γκεργκέρι Θρᾴκ. κερκέφιν Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) κερκέφ’ Πόντ. (Τραπ.) κεργέφ-φι Μεγίστ. γιρgέφ’ Θεσσ. (Καρδίτσ.) γεργέφι Εὔβ. (Κύμ.) καρκάφιν Λυκ. (Λιβύσσ.) καρκάφη ἡ, Βιθυν. (Κουβούκλ.) καρκάφ᾽ Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) Προπ. (Πάνορμ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gergef=ἱστός, μάγγανος κέντηματος. Ὁ τύπ. γκεργκέφι εἰς Ἔρωτος ἀποτελέσματα (Βενετία 1836), 46 «ἐκεντοῦσεν ὡραιότατα εἰς τὸ γκεργκέφι».

Σημασιολογία

1) Κυκλικὸν ἤ τετράγωνον ξύλινον πλαίσιον ἐντὸς τοῦ ὁποίου τεντώνουν οἱ γυναῖκες ὕφασμα καὶ κεντοῦν αὐτὸ δι᾿ ἐγχρώμων νημάτων ἔνθ’ ἀν.: Ἦταν ἕνα κουρίτσ’, ποὺ κάθε μέρα δούλευ’ ’ς τοὺ gιρgέφ’ Α. Ρούμελ. (Φιλιππούπ.) || Ἄσμ. Κάνω χάζι νὰ σὲ γλέπω ’ς τὸ γκεργκέφι ποὺ κεντᾷς, ν’ ἀκουμποῦν τὰ δυˬὸ βυζιˬά σου, νὰ τὰ γλέπῃς, νὰ γελᾷς Ἤπ. Καὶ πῶς μ’ λὲς νὰ παdρευτῶ, νὰ πάρου παλληκάρ’, π᾿ ἔχου γιˬὸ ’ς τὰ γράμματα κὶ κόρ’ ’ς τοὺ gιρgέφ’! Θρᾴκ. (Αἶν.) Φωτιˬὰ νὰ κάῷ’ τὸ κέντημα καὶ λάβρα τὸ γκιˬοργέφ’ μ’! Θρᾴκ. (Μάλγαρ.) Συνών. τελάρο. 2) Ὁ ὑφαντικὸς ἱστὸς Κρήτ. (’Ανατολ.): Ἄ σὲ στέσω ’ς τὸ gερgέφι τσαὶ ’ά δῇς. Συνών. ἀντὶ 1γ, ἀντιˬάς, ἀνυφανταρε͜ιὸ 1, ἀνυφαντήρι, ἀνυφαντόλακκος 2, ἀργαλε͜ιός, ἀργαλίτσα, ἀργαστήρι, ἀρμενιˬά, γούβα, κρεββαταριˬά, κρεββατή, κρεββατῖνα, λάκκος, τελάρο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/