ἁπαλωσύνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπαλωσύνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁπαλωσύνη ἡ, ΚΠαλαμ Τάφ.2 5 –Λεξ. Γαζ. (λ. εὐερία) Δημητρ. ἁπαλουσύ’ Θεσσ. Στερελλ (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἁπαλός.
Σημασιολογία
1) Ἁπαλότης, μαλακότης ἔνθ’ ἀν.: Εἶνι ἁπαλουσύ’ ᾽ς τ᾽ ἄχυρα -᾿ς τὰ μαλλιˬὰ - ’ς τὰ ροῦχα Θεσσ. || Ποίημ. Ἄχ καὶ νά ’ταν νά ᾿νο͜ιωθα κιˬ ἀκόμα ἀφοῦ πεθάνω τὴν ἁπαλωσύνη του ’ς τὸ σκληρὸν ὕπνο ἐπάνω! Τὴν ἁπαλωσύνη του πο͜ιὸ σιγαλὸ τραγούδι, πο͜ιὰ πνοὴ τὴν ἔπλασε, τίνος βελούδου χνοῦδι; (ἐνν. τοῦ μαγούλου σου) ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. 2) ’Ηπιότης, εὐδία, ἐπὶ τοῦ καιροῦ Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἔ’ ἁπαλουσύ’ οὑ κιρός 3) Μαλακότης χαρακτῆρος, ἠπιότης Στερελλ. (Αἰτωλ.): Μὶ τ᾿ν ἁπαλουσύ’ τ᾽ χάλασι τὰ πιδιˬά τ᾿.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA