γκερεμὲς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκερεμὲς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκερεμὲς ὁ, Αἴγιν. Θεσσ. Θρᾴκ. (Αὐδήμ. Μυριόφ.) Ἰων. (Βουρλ.) Κίμωλ. Κωνπλ. Μῆλ. Νάξ. (Γαλανᾶδ. Κωμιακ. Φιλότ.) Νίσυρ. Προπ. (Μηχαν.) Σίφν. gερεμές Θήρ. Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Κρήτ. (Ἡράκλ. Σητ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Μύκ. Νάξ. (᾿Απύρανθ. Κορων.) Πελοπν. (Γέρμ. Μάν.) Σέριφ. Σῦρ. gιρεμὲς Σῦρ. (᾿Ερμούπ.) ερεμὲς Νάξ. (’Απύρανθ.) γκιριμὲς Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Βόιον Βροντ. Θεσσαλον. Καστορ. Κοζ. Κολινδρ.) gιριμὲς Ἴμβρ. Λῆμν. Σάμ. (Καρλόβ. Μαραθόκ.) Τῆν. (Κτικ.) τζερεμὲς Ἄνδρ. ’Αντίπαρ. Θήρ. (Οἴα) Κύθν. Νάξ. (Μον.) Πάρ (Λεῦκ. κ.ἀ) τσερεμὲς Μεγίστ. γκερ’μὲς Βιθυν. (Παλλαδαρ.) γκιρ’μὲς Θεσσ. (’Ανατολ. Ὄλυμπ.) Μακεδ. (Βέρ. Βλάστ. Μοσχοπόταμ.) γκιˬαρ’μὲς Μακεδ. (Βλάστ.) κερεμὲς Βιθυν. Θήρ. Κρήτ. (Σφακ. κ.ἀ) Λυκ. (Λιβύσσ.) Χίος (Βροντ. Δαφν.) -Α. Πουλιαν. Τὸ Θλαμέν. Νησ., 27 κερεμ-μὲς Ρόδ. κιριμὲς Μακεδ. (Γρεβεν.) -Α. Παπαδιαμ., Χριστουγενν. διηγ., 254.

Ετυμολογία

Πιθαν. ἐκ τοῦ Τουρκ. görenek=συνήθεια.

Σημασιολογία

1) Εἶδος, κατάστασις, ποιότης Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θράκ. (Μυριόφ.) Μύκ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Πάρ. Πελοπν. (Γέρμ.) Προπ. (Μηχαν.) Ρόδ. Σέριφ. Τῆν. (Κτικ.): Ἕνα gερεμὲ εἶναι τὰ παπούτσιˬα μας (τοῦ ἰδίου εἴδους, τῆς αὐτῆς ποιότητος) Γέρμ. Ἕναν κερεμ-μὲν ἔν’ οὕλ-λdα Ρόδ. Οὑ ἄρρουστους ’ς τοὺν ἴδιˬου γκιριμὲ βρίσκιτι Ζαγόρ. Μόνον ἕνα γκιριμὲ θὰ τοὺ πήξου τοὺ τυρὶ (θὰ παρασκευάσω ἑνὸς εἴδους τυρὸν) Μηχαν. || Φρ., Ἕνα gιριμὲ θὰ γινοῦμι (δὲν εἴμεθα τῆς αὐτῆς κοινωνικῆς θέσεως κ.τ.τ.) Κτικ. Εἶστε ἕνα γκερεμὲ (ἔχετε τὸν ἴδιο χαρακτῆρα) Νίσυρ. 2) ’Επιρρηματ., ἐξακολουθητικῶς, διαρκῶς, ὁμοίως εἰς τὴν φρ. ἕνα γκερεμὲ πολλαχ.: Ἄdε ξεκουμπίσ’ ἀπὸ μπροστά μου, γιˬατὶ μὲ ζάλισες πιˬά, ἕνα γκερεμὲ μὲ τὸ φαφλατιˬό σου Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Ἕνα γκερεμὲ θὰ μιλῇς; Νάξ. (Φιλότ.) Τὸ ψωμὶ ἀνεβαίνει ἕνα gερεμὲ (ἀνατιμᾶται συνεχῶς) Θήρ. Κλαίει ἕνα γκερεμὲ Σίφν. Σκορπᾷ τσὶ παρᾶδες του ἕνα gερεμὲ Κρήτ. Ἕνα gερεμὲ πάει ὁ γάιδαρος (τρέχει συνεχῶς) Κρήτ. (Σητ.) Ἕνα γκερεμὲ μοῦ γυρεύεις λεφτά, ποῦ θὰ τὰ βρίσκω ὅμως ἐγώ, γιˬὰ νὰ σοῦ τὰ δώνω Μῆλ. Βρέ’ ἀπὸ ψὲς ιˬένα γκιριμὲ Μακεδ. (Καστορ.) Μ’ λὲς τὰ ἴδιˬα κὶ τὰ ἴδιˬα ἕνα gιριμὲ Σάμ. (Καρλόβ.) Κ’βανεῖ ξύλα ἕνα gιριμὲ Ἴμβρ. Ὁ Μῆτσος ταξιδεύγει ἕνα τζερεμὲ Ἄνδρ. Ἕνα κερεμὲ ρίχνανε τὸ μάτι τους ’ς τὰ πέλαα τὰ μακρινὰ καὶ βάλλοντας ὁ νοῦς τους τὶς λαχτάρες ποὺ περάσανε σκύβγανε κάτω κ’ ἠκουνούσανε τὸ κεφάλι τους Α. Πουλιαν., ἔνθ’ ἀν. Σ’ τὰ ᾽λεγα ἕνα κιριμὲ Α. Παπαδιαμ., ἔνθ’ ἀν. || Παροιμ. Τραύα Μαριγὼ κουπί, ἕνα γκερεμὲ κρατεῖ (ἐπὶ τοῦ ἐξακολουθοῦντος νὰ σκέπτεται καὶ νὰ ἐνεργῇ κατὰ τὸν παλαιὸν τρόπον παρὰ τὰς συμβουλὰς τῶν ἄλλων) Αἴγιν. Τὰ παλιˬὰ ροῦχα σιˬάζεις, ἕνα gερεμὲ σκίζουdαι (ἡ ἀναμόχλευσις παλαιῶν παθῶν ἐπιφέρει κακὸν ἀποτέλεσμα) Θήρ. Συνών. ἀδιάκοπα, ἀκατάπαυστα, ἄκοπα (Ι), ἄπαυτα, ὁλοένα, πάντοτε, συνέχεια. β) Εἰς ἀφθονίαν, πάρα πολὺ Θήρ. Κρήτ. (Σφακ. κ.ἀ.) Νάξ. (᾽Απύρανθ. Γαλανᾶδ.): Ἕνα gερεμὲ τὴν ἀγαπᾷ ᾿Απύρανθ. Μιˬὰ φορά, παιδί μου, οὕλα τὰ πράματα ἦσαν ἕνα gερεμὲ Σφακ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/