ἀσπροντύνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπροντύνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσπροντύνω Ἀθῆν. - Λεξ. Δημητρ. Μετοχ. ἀσπροεντυμένος Ζακ – Δ. Σολωμ. 179 - Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ. ἀσπροντυμένος σύνηθ. ἀσπρουντ᾽μένους βόρ. ἰδιώμ. ἀσπροdυμένος πολλαχ. ἀσπρουd᾽μένους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄσπρο, δι᾽ ὃ ἰδ. ἄσπρος, καὶ τοῦ ρ. ντύνω.

Σημασιολογία

Ἐνδύω μὲ λευκὰ ἐνδύματα ἔνὓ᾽ ἀν.: Νύφη ἀσπροντυμένη. Παιδάκι ἀσπροντυμένο σύνηθ. Πάγει καὶ βλέπ᾽ ποῦ χόρευαν ἔμορφες ἀσπροντυμένες νεράιδες (ἐκ παραδ.) Θρᾴκ. || Φρ. Νὰ σ᾽ ἀσπροντύσ᾽ ἡ μάννα σου! (νὰ σὲ σαβανώσῃ! ἀρὰ) Ἀθῆν. Πάντα ἀσπροντυμένους νἀ ᾽σι! (εὐχή, ἤτοι νὰ μὴ δοκιμάσῃς πένθος) Στερελλ. (Ἀράχ.) || Ποιήμ. Πο͜ιὰ εἶναι τούτη | ποῦ κατεβαίνει ἀσπροεντυμένη | ὀχ τὸ βουνό; Δ. Σολωμ. ἔνθ᾽ ἀν. Ἄχ, πότε, μάννα μας γλυκε͜ιά, τὴν τρυφερὴ ἀγκαλεˬά σου ἀσπροντυμένη, ἐλεύθερη, μάννα, ᾽ς ἐμᾶς θ᾽ ἀνοίξῃς; Κ. Κρυστάλλ. Ἔργα 1,146.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/