ἀπαμελῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαμελῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπαμελῶ Μακεδ. (Καστορ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀπαμελοῦμαι.
Σημασιολογία
Δὲν ἐνδιαφέρομαι περί τινος, παραμελῶ τι: Ἀπαμέλησε τὴ δουλε͜ιά του. Συνών. ἀμελεύω, ἀμελῶ, παραμελῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA