γουργούριση
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουργούριση
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γουργούριση ἡ, Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γουργουρίζω.
Σημασιολογία
1) Γουργούρα 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθα καὶ συνών. 2) Κροτάλισμα ὑγροῦ ἐντὸς τοῦ στόματος. 3) Γούργουρας 2, τὸ ὁπ. βλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA