γουργουρισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουργουρισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γουργουρισμὸς ὁ, Κρὴτ. - Δ. Μαυροφρ., Δοκίμ., 73 Γ. Σουρῆ, Ρωμ., ἀρ. 7 - Λεξ. Δημητρ. ᾽ουργουρισμὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γοργορισμὸς Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γουργουρίζω. Ὁ τύπ. γουργουρισμὸς καὶ εἰς Ἰατροσοφικὸν κώδικα τοῦ 16ου αἰ., βλ. Κ. Ἄμαντ., Ἀθηνᾶ 43 (1931), 165.
Σημασιολογία
1) Γουργούρισμα, τὸ ὁπ. βλ., Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Κερασ.) - Δ. Μαυροφρ., ἔνθ᾽ ἀν. Γ. Σουρῆς ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Δημητρ.: Καλὲ, εἶdα ᾽ουργουρισμὸς εἶν᾽ εὐτὸς ποὺ κάνει ἡ κοιλιˬά dου; Ἀπύρανθ. || Ποίημ. Ὁ Τσαρλαμπᾶς γουργουρισμὸν αἰσθάνεται σπουδαῖο Γ. Σουρῆς, ἕνθ. ἀν. 2) Θόρυβος, κραυγὴ Πόντ. (Κερασ.) 3) Αἱματοκύλισμα Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA