γουργουριστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουργουριστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γουργουριστὸς ἐπίθ. Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) κουρκουλλιστὸς Κύπρ.
Ετυμολογία
᾽Εκ τοῦ ρ. γουργουρίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ παράγων γουργουρισμὸν ἢ ὁ συνοδευόμενος ὑπὸ γουργουρισμοῦ Κρήτ. (Σητ.): Γουργουριστὸ τὸ πίνει τὸ κρασὶ (κατὰ τὴν κατάποσιν τοῦ οἴνου κάμνει γουργουρισμόν). 2) Ὁ γουργουρίζων, ἐπὶ ἄρρενος ἐπιβήτορος καμὴλου, ὡς ἐκ τοῦ ἤχου τῆς φωνῆς αὐτοῦ κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ ὀργασμοῦ Κύπρ. 3) Τὸ οὐδ. ὡς οὑσ., τὸ κατὰ τὴν κατάποσιν γουργούρισμα Κρήτ. (Σητ.): Πιˬέ, θὰ πιˬῇς κιˬ ἄσ᾽ τὸ γουργουριστὸ!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA