γουργουρόσταμνο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουργουρόσταμνο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουργουρόσταμνο τό, ἀμάρτ. γουργουλόσταμνο Λεξ. Ψύλλ. Βλαστ 337.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γούργουρας καὶ σταμνί.
Σημασιολογία
Ἀγγεῖον παράγον γουργουρισμὸν κατὰ τὴν εἰσροὴν ἢ ἐκροὴν ὑγροῦ ἐκ τοῦ στομίου αὐτοῦ ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA