γουρδούπλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρδούπλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γουρδούπλι τό, Πόντ. (Οἰν.) γουρδούπλιν Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

1) Κόμβος νήματος. 2) Βῶλος ἐξ ἀλεύρου ἀδιάλυτος κατὰ τὴν μετὰ τοῦ ὕδατος ἀνάμειξιν τοῦ ἀλεύρου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/