γουρζέρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρζέρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γουρζέρα ἡ, Πελοπν. (Μεσσην. Τριφυλ.) γουρζέλα Πελοπν. (Γορτυν. Καλάβρυτ.) γκουρζέρα Πελοπν. (Μεγαλόπ.) γουργέρα Εὔβ. (Στρόπον.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. gorgierα = περιλαίμιον. Πβ. τὸν Ὑστεροβυζαντ. τύπ. γουρζερὶ εἰς Θανατ. Ρόδ., στ. 127 (ἔκδ. Wagner, σ. 36) «Κι ἀπάνω ᾽ς τὰ τραχήλια των, εἰς τὰ τουρνεύματά των | χρυσᾶ νὰ ἔχουν γουρζεριὰ μέχρι καὶ τὰ βυζιά των».

Σημασιολογία

1) Τὸ περιλαίμιον, ὁ γιακᾶς τοῦ ὑποκαμίσου Εὔβ. (Στρόπον.) Πελοπν. (Γορτυν. Καλάβρυτ. Μεσσην. Τριφυλ.): Τό ᾽ρραψα τοὺ π᾽κάμ᾽σου, νὰ ράψου τ᾽ γουργέρα Στρόπον. 2) Τὸ περὶ τὸν τράχηλον μέρος τοῦ ὑποκαμίσου, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ράπτεται ὁ γιακᾶς Πελοπν. (Καλάβρυτ.): Μοῦ ᾽ρχεται στενὴ ἡ γουρζέλα. Περπατάγανε ψεῖρες ᾽ς τὴ γουρζέλα. 3) Ἡ τραχηλιά, τὸ μανδήλιον τοῦ λαιμοῦ Πελοπν. (Μεγαλόπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/