γουρζουλᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρζουλᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γουρζουλᾶς ὁ, Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) γουρζ᾽λᾶς Πόντ. (Οἰν.) γιˬουρζουλᾶς Φ. Φιλιππίδ., Σταυρ. καὶ Σταυρούλ., 12 Πληθ. γουρζουλάντ᾽ Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρζούλι, τὸ ὁπ. βλ. εἰς λ. Γουρζούλιν, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ᾶς
Σημασιολογία
1) Νόσος λοιμική, πανώλης Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) - Φ. Φιλιππίδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐδόχτα ἄς σὸ γουρζουλᾶν (προσεβλήθη ἀπὸ πανώλην) Τραπ. Ἀμὸν τὸν γουρζουλᾶν ἔν᾽ (καθὼς τὴν πανούκλαν εἶναι) Χαλδ. Ὁσήμερον τὸ εἶν᾽ τὰ κορίτ - γιˬουρζουλᾶς νὰ κυλίζ᾽τα - νὰ ἐποροῦν, νὰ λαγγεύ᾽νε ᾽ς σοὶ παιδαντίων τ᾽ ὠμία ἀπάν᾽ (τὰ σημερινὰ κορίτσια, ποὺ ἡ πανούκλα νὰ τὰ κυλησῃ - νὰ τὰ πάρῃ -, ἂν ἠδύναντο, θὰ ἐπήδων ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους τῶν παιδίων) Φ. Φιλιππίδ., ἔνθ᾽ ἀν. || Φρ. Ὁ γουρζ᾽λᾶν καὶ ἡ κοιλία νὰ παστρεύῃ σε (ἡ πανώλης καὶ ἡ διάρροια νὰ σὲ θανατώσῃ· ἀρὰ) Οἰν. Νὰ χτυπᾷ σε ὁ γουρζουλᾶς (νὰ σὲ κτυπήσῃ - νὰ σὲ θανατώσῃ ἡ χολέρα· ἀρὰ) Κερασ. Τὸ γουρζουλᾶ νὰ βγάλῃς (ἀρὰ) Ἀνακ. Σινασσ. Γουρζουλᾶς ᾽κ᾽ ἐσέβε σε! (πρὸς τὸν παραπονούμενον ὅτι ὑποφέρει, ἐνῷ δὲν συμβαίνει τοῦτο) Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. κ.ἀ. Ὅσον τοῦ γουρζουλᾶ εἶν᾽ (ἐνν. παμπληθῆ ὅσα δηλ. ἐθέρισεν, ἐθανάτωσεν ὁ γουρζουλᾶς· ἐπὶ παιδίων πολλῶν συνελθόντων ἐν θορύβῳ καὶ ἀταξία) Κερασ. || Γνωμ. Ὁ γουρζουλᾶς κιˬ ὁ θάνατος καὶ γιˬὸ τι᾽ γεροντᾶδες (ὁ γουρζουλᾶς καὶ ὁ θάνατος εἶναι διὰ τοὺς γέροντας, οἱ γέροντες ὑπόκεινται εὑκολώτερον εἰς ἀσθενείας καὶ εἰς θάνατον) Τραπ. β) Κατὰ προσωποποίησιν τῆς ἀσθενείας, φάντασμα μικρόσωμον καὶ κακοποιὸν διατρέχον διαφόρους περιοχὰς καὶ ἐνσπεῖρον τὸν ὄλεθρον τῆς πανώλους Πόντ. (Κερασ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.): Νὰ τρώῃ σε ὁ γουρζουλᾶς! (ἀρὰ) Τραπ. ᾽Στὸν γουρζουλᾶ τὸ στόμαν νὰ πᾶς! (ἀρὰ) αὐτόθ. || Φρ. Ἅμον γουρζουλᾶ χέρ καὶ ποδάρ (ὡσὰν τῆς πανούκλας τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια᾽ ἐπὶ τῶν ἐχόντων σῶμα ἀδύνατον καὶ σκελετῶδες) Σταυρ. || Παροιμ. Ὁ γουρζουλᾶς τὸν γουρζουλᾶν ᾽κὶ τρώει (ἐπὶ κακοποιῶν ὁμοφρόνων, ὅτε δὲν βλάπτει ὁ εἷς τὸν ἄλλον) Χαλδ. Τὴ γυναῖκαν εἶπαν ἀτεν: ὁ γουρζουλᾶς παιδία μοιρζ᾽. - Τ᾽ ἐμὸν μ᾽ ἐπαίρνεν, εἶπεν, καὶ τ᾽ ἐκεινοῦ λαζούμ᾽ ᾽κ᾽ ἔτον (εἶπαν εἰς τὴν γυναῖκα: ὁ γουρζουλᾶς μοιράζει παιδιά. - Μακάρι, εἶπε, νὰ μὴ μοῦ ἔπαιρνε τό ἰδικόν μου καὶ τὸ ἰδικόν του δὲν μοῦ ἐχρειάζετο· ἐπὶ τῶν δολίως προσφερομένων νὰ ἐξυπηρετήσουν δῆθεν τὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, ἐνῷ πράγματι τοὺς ἐπιβουλεύονται) Χαλδ. 2) Ὀλετήρ, καταστροφεύς, ἐπὶ τοῦ λάθρα καταβροχθίζοντός τι Πόντ. (Κερασ.): Τῆ ζάχαρης ὁ γουρζουλᾶς, τῆ σκουτελίων ὁ γουρζουλᾶς (ὁ καταστροφεὑς τῶν πινακίων).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA