γουρζουλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρζουλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γουρζουλιˬάζω Πόντ. (Οἰν.) γουρζουλζω Πόντ. (Ἀμισ. Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Προστ. γουρζουλσον Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) γουρζουλοῦ Πόντ. (Οἰν.) Μέσ. γουρζουλγομαι Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σεμέν. Χαλδ.) γουρζουλάζομαι Πόντ. (Κερασ.) γουρζουλουμαι Πόντ. (Ἴμερ Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) γουρζουλσκουμαι Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) γουρζουλέσκουμαι Πόντ. (Ἀμισ. Ἀργυρόπ.) Ἀόρ. ἐγουρζουλγα Πόντ. (Ὄφ. Χαλδ.) Προστ. γουρζουλγα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) γουρζουλάστ᾽ Πόντ. (Χαλδ.) γουρζουλέστ᾽ Πόντ. (Ἀμισ. Ἀργυρόπ.) Μετοχ. γουρζουλσμένος Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) γουρζουλγμένος Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρζούλι.

Σημασιολογία

Προσφέρω τροφὴν μετ᾽ ἀγανακτἡσεως καταρώμενος τὸν τρώγοντα αὐτήν, ἵνα προσβληθῇ ὑπὸ χολέρας· τὸ μέσον ἔχει τὴν σημασιολογικὴν χρῆσιν τοῦ περιδρομιάζω ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔπαρε, γουρζουλσον τὸ μωρὸ (δῶσε εἰς τὸ παιδὶ νὰ φάγῃ, ποὺ νὰ τὸ φάγῇ ἡ πανούκλα) Ὄφ. Δὸς ᾽ς σὸ μωρὸ φαΐ, ἂς γουρζουλεται (δῶσε εἰς τὸ μωρὸν φαγητὸ νὰ περιδρομιάσῃ) αὐτόθ. Γουρζουλοῦ! (φάγε· μετ᾽ αὐστηρότητος πρὸς δυστροποῦν παιδίον, φάγε, πού νὰ φάγῃς χολέραν, φαρμάκι!) Οἰν. γουρζουλουμαι! (τρώγω, ποὺ νὰ μὲ φάῃ ἡ πανούκλα!) Ὄφ. Χάρ᾽ ἐγουρζουλες (λοιπὸν ἐπεριδρόμιασες!) Χαλδ. Ἔπαρ᾽ ψωμὶν γουρζουλγ᾽ (πᾶρε ψωμὶ νὰ πανουκλιάσῃς, νὰ περιδρομιάσῃς) Τραπ. Ἔλα, γουρζουλστ᾽! (ἔλα, περιδρόμιασε!) Χαλδ. Συνών. γουρζουλώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/