γουρζούλιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρζούλιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουρζούλιν τό, Πόντ. (Κερασ.) γουρζούλι Πόντ. (Ὄφ.) γουρζούλ᾽ Πόντ. (Ἴμερ. Κοτὺωρ. Ὄφ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
1) Φαγητὸν δηλητηριασμένον, πρᾶγμα ὀλέθριον· εὔχρηστος ἡ λέξις πάντοτε ἀρατικῶς Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σουρμ. Τραπ. Χαλδ.): Φρ. Γουρζούλ᾽ νὰ γίνεται τὸ φαῒν τὸ τρώγω Ἴμερ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. Συνών. φρ. Φαρμάκι – δηλητήριο νὰ γίνῃ τὸ φαΐ. Γουρζούλ᾽ νὰ ᾽ίνεται ᾽ς σὰ σ᾽κώτ σ᾽! (δηλητήριον, πανώλης νὰ γίνῃ εἰς τὰ συκώτια σου!) Ὄφ. Γουρζούλ καἰ φαρμάκ νὰ τρῶτε! (πρὸς τὰ ζητοῦντα ἐπιμόνως τροφὴν παιδία) αὐτόθ. Γουρζούλ νὰ τρῶς! (φαρμάκι νἀ τρώγῃς· πρὸς τὸν ἀναξίως ἐσθίοντα τὸν ἄρτον τινὸς) Σουρμ. 2) Κατ᾽ ἀντίφρασιν καὶ ἐπὶ προσφιλοῦς ποτοῦ πάντοτε παιγνιωδῶς Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.): Τὸ γουρζούλ᾽! κίζ᾽ καἰ κατηβαίν᾽ (ἐνν. τὸ ρακί, τὸ ὁποῖον σχίζει τὸν λάρυγγα καὶ κατεβαίνει εἰς τὸν στόμαχον, δηλ. τὸ βλαπτικώτατον ρακὶ) Ἴμερ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. Φέρεν ἀς ἐκεῖνο τὸ γουρζούλ᾽ (ἐνν. τὸ ρακί· ᾽φέρε ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ φαρμάκι) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA