γουρζουλόκαιρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρζουλόκαιρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γουρζουλόκαιρος ὁ, Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γουρζουλᾶς καὶ καιρός.
Σημασιολογία
1) Ἐποχὴ ἐπιδημίας πανώλους 2) Ἐπιδημία πανώλους᾽Σ σοὺ γουρζουλόκαιρον τὸν καιρόν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA