γκέτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκέτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γκέτα ἡ, κοιν. gέτα Θρᾴκ. (Αἶν.) Κεφαλλ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) γέτ-τα Κύπρ. (Αἰγιαλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. ghetta=στρατιωτικὴ περικνημίς.

Σημασιολογία

1) Ταινία ἐκ χονδροῦ ὑφάσματος ἐνελισσομένη ἀπὸ τοῦ ποδὸς μέχρι τοῦ γόνατος περὶ τήν κνήμην ἔξωθεν τῆς περισκελίδος, περικνήμιον κοιν.: Ὁ παπποῦς του φοροῦσε γκέτες ὅλο τὸ χειμῶνα, γιˬὰ νὰ ζεσταίνωνται τὰ πόδιˬα του κοιν. Δέσε τὸ παντελόνι μὲ τὶς γκέτες καὶ πᾶμε γιˬὰ κυνήγι Πελοπν. (Γορτυν.) 2) Κομβωτὸν ἐπικάλυμμα τοῦ ποδὸς καὶ τοῦ κάτω τμήματος τῆς κνήμης ἐκ δέρματος ἤ ὑφάσματος, προσαρμοστὸν ἄνωθεν τοῦ ὑποδήματος, περιτάρσιον κοιν.: Αὐτὸς παλιˬὰ φοροῦσε παπούτσιˬα μὲ γκέτες καὶ μᾶς ἔκανε τὸν καμπόσο κοιν. Εὐτυχῶς μὲ τὶς γέτ-τες ’ὲν ἠίζ-ζουνdαι τὰ πανdελόνιˬα τσ’ οἱ κλάτσες τῶν τυνηῶν (’ὲν ἠίζ-ζουνdαι=δὲν σχίζονται, κλάτσες=κάλτσες) Κύπρ. (Αἰγιαλ.) β) Δερμάτινον περικάλυμμα τῶν κνημῶν κοιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/