γκέτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκέτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκέτο τό, σύνηθ. γέτο Ζάκ. -Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Ἰταλικοῦ ghetto=τοποθεσία τῆς Βενετίας, ὅπου τὸ 1516 ἱδρύθη ἡ πρώτη 'Εβραϊκή συνοικία.
Σημασιολογία
Συνοικία περιτειχισμένη, εἰς τήν ὁποίαν διέμενον ὑποχρεωτικῶς οἱ Ἑβραῖοι ἑκάστης πόλεως κατὰ τοὺς τελευταίους χρόνους τοῦ μεσαίωνος καὶ μέχρι τῆς Γαλλικῆς ἐπαναστάσεως σύνηθ. β) Πᾶσα περιοχή, εἰς τήν ὁποίαν κατοικοῦν ὁμάδες ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν κοινήν καταγωγήν ἤ κοινὸν ποιὸν σύνηθ.: ’Σ τὴν ’Αμερικὴ κανένας δὲν πλησιαζει ’ς τὸ γκέτο τῶν μαύρων. Παλιˬὰ αὐτὴ ἡ γειτονιˬὰ ἦταν νοικοκυρεμένη, τώρα ὅμως ἔγινε γκέτο ὅλων τῶν κακοποιῶν σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA