γουρλούκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρλούκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουρλούκι τό, ἐνιαχ. ᾽ουρλού᾽ Μακεδ. (Βλάστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. uurlu καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούκι.
Σημασιολογία
Ἡ εὔνοια, ἡ τύχη ἔνθ᾽ ἀν.: Φρ. Τοῦ πααί᾽ ᾽ουρλού᾽ ( =τοῦ ἔρχονται τὰ πράγματα, αἱ ὑποθέσεις εὐνοϊκῶς) Μακεδ. (Βλάστ.) Τοῦ γύρ᾽σι ᾽ουρλού᾽ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA