ἀσπροπίπερο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπροπίπερο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσπροπίπερο τό, Κέρκ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. πιπέρι.
Σημασιολογία
Τὸ μαῦρο πιπέρι κατ᾽ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ κοκκινοπίπερο λεγόμενον οὕτω, διότι μεταβαλλόμενον εἰς κὸνιν παρουσιάζει χρῶμα φαιὸν ὑπόλευκον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA