γκιˬαούρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκιˬαούρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γκιˬαούρης ὁ, γκιˬαβούρης Κωνπλ. gιˬαβούρης Κρήτ. γκιˬαβούρ’ς Δαρδαν. (Λάμψακ.) Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) γκιˬαβ-βούρης Ρόδ. γκιˬάβουρας Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) gιˬάβουρας Θρᾴκ. (Μέτρ.) γκιˬαούρης σύνηθ. gιˬαούρης πολλαχ. γκιˬαούρ’ς σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. ντζαούρης Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. κιˬαβούρης Καππ. (Φλογ.) κιˬαούρης Κύπρ. κιˬαούρτ’ς Πόντ. (Σάντ.) τσιˬαούρης Ρόδ. καούρης Ἤπ. (᾽Αργυρόκ.) Θηλ. γκιˬαούρισσα ἐνιαχ. gιˬαούρισσα Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gâvur=ἄπιστος, χριστιανὸς (ὑβριστικῶς) Ἡ λ. καὶ παρὰ Κ. Δαπόντ. (ἔκδ. Κ. Σάθα, 3, 9) «ὡς φαίνεται, οἱ γκιαούρηδες Μπογδάνοι τὸν ἐφαρμάκωσαν». Ὁ τύπ. ντζαούρης καὶ παρὰ Σομ. Πβ. Δουκ εἰς λ. καβούρ: «καὶ τὸ τῶν Μουσουλμάνων γένος ἐδυσφόρει καὶ οἱ καβούρηδες ἐχαίροντο».
Σημασιολογία
Ἄπιστος, ἀρνησίθεος, ὡς ὑβριστική προσωνυμία παρὰ τοῖς Μωαμεθανοῖς παντὸς μή ὁμοθρήσκου των καὶ εἰδικώτερον τῶν Χριστιανῶν ὑπηκόων τῆς ᾽Οθωμανικῆς αὐτοκρατορίας σύνηθ.: Μᾶς φωνάζανε τὰ Τουρκιˬά: ἄ, γκιˬαούρηδες ! Προπ. (Μαρμαρ.) Γκιˬαβούρ’, δεῖξε μας τὸ δρόμο Δαρδαν. (Λάμψακ.) ’Εντράπεν νὰ λέῃ ἀτ’ς ντὸ τεῒ ἐχάφτωσεν ἀτὸν τὴν απλαχέαν ὁ κιˬαούρτ’ς (ντὸ τεῒ=διὰ ποίαν αἰτίαν, χαφτώνω=πλήττω, απλαχέα=ράπισμα· ἐκ παραμυθ.) Πόντ. (Σάντ.) || ᾌσμ. Ἄφησες ἕνα gιˬάβουρα τοὺς Τούρκους νὰ ὁρίζῃ, μὲ τὰ πολλὰ πουγγία του νὰ τοὺς-ε-φοβερίζῃ Θρᾴκ. (Μέτρ.) ’Èμ dρο-υνῶ, κιˬαούρηδες, ’ὲμ gρο-υνῶ τοὺς κλέφτες Κύπρ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκιˬαούρης καὶ ὡς ἐπών. Ἀθην. Πελοπν. (Γαργαλ.) Χίος καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γκιˬαούρης Μῆλ. Τζαούρης Πάρ. Gιˬαούρι τό, Πελοπν. (Μάν.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκιˬαοὺρ ᾽Ντερὲ Μακεδ. (Σιάτ.) Γκιˬαούρ’ Τσεσμὲ Μακεδ. (Κορμίστ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA