γουρνάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρνάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουρνάκι τό, πολλαχ. γουρνά= Σάμ. Τῆν. - Δ. Λουκοπ., Γεωργ. Ρούμελ., 203 γουρνάτσι Μεγίστ. βουρνάκι Νίσυρ. σγουρνάκι Κρήτ. (Χαν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Κίτ. Λεντεκ. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γούρνα καὶ τῆς ύποκορ. κατάλ -άκι.
Σημασιολογία
1) Μικρὰ γούρνα πολλαχ.: Σὲ φτοῦνο τὸ σγουρνάκι τί φαῒ νὰ βάλῃς γιˬὰ τὸ γουρούνι; Ἔναι μικρὸ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) =Σ τοὺ μικρὸ γουρνά= εἶι καθαρὸ τοὺ ιρὸ Σάμ. Βάλι τ= γαλακτιˬὰ μὶ τὰ πίτυρα =ς τοῦ γουρνά= (γαλακτιˬὰ = τὸ λευκὸν ἀπόπλυμα τῆς σκάφης τοῦ ζυμώματος) Τῆν. Τέτο͜ιες μικρὲς γοῦρνες τὶς ὀνομάζουν κουτσόγουρνες ἢ γουρνάκιˬα Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν Συνών. γουρναλάκι, γουρνάλι, γουρνί, γουρνίδι 1, γουρνίσκι, γουρνίτσα, γουρνόπουλον, γουρνούδα, γουρνούδι, γουρνούλα, λακκάκι, λακκούδι, λακκουδάκι, λαρνάκι. 2) Τετράγωνον τεμάχιον ξύλου, φέρον κοίλωμα ἐντὸς τοῦ ὁποίου στρέφεται τὸ καλαμιστήρι (ὄργανον ταλασιουργίας) Νίσυρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γουρνάκι Φοῦρν. Χίος Γουρνά= Μακεδ. καὶ κατα πληθ. Γουρνάκιˬα Ἰων. (Κρήν.) Μῆλ. καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γουρνάκης Σῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA