γουρνὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρνὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουρνὶ τό, γουρνὶν Κύπρ. (Κυθρ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) βουρνὶν Ἰκαρ. (Εὔδηλ.) Κύπρ. (Αἰγιαλ. Κυθρ. Μένοικ. κ.ἀ.) γουρνὶ Ἀνάφ Εὔβ. (Ὀξύλιθ.) Ἡράκλ. Ἴμβρ. Καππ. (Σίλατ. Σινασσ. Φάρασ.) Κρήτ. (Νεάπ. κ.ἀ.) Κῶς Πελοπν. (Δ. Κορινθ.) Πόντ. (Ζησιν. Ὄφ. Σαράχ. Σούρμ.) Σάμ. Στερελλ. (Ἰτέα) Χίος σγουρνὶ Πελοπν. (Κίτ. Μάν. Μεγαλόπ. Σκορτσιν.) = ουρνὶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γούρνα καθ= ὑποκορ. τύπ.
Σημασιολογία
1) Μικρὰ λιθίνη ἢ ξυλίνη ἢ πηλίνη λάρναξ πρὸς ὑποδοχὴν ὕδατος, ἐναπόθεσιν τροφῆς τῶν ζῴων, ποτισμὸν αὐτῶν, πλύσιν διαφόρων ἀντικειμένων, φύλαξιν τροφῶν κτλ. Ἡράκλ. Ἰκαρ. (Εὔδηλ.) Ἴμβρ. Καππ. (Σίλατ. Σινασσ. Φάρασ.) Κρήτ. (Νεάπ.) Κύπρ. (Αἰγιαλ. Κυθρ.) Κῶς Πελοπν. (Δ. Κορινθ. Κίτ. Μάν.) Πόντ. (Ἀμισ. Ζησιν. Ἴμερ. Κρώμν. Ὄφ. Σαράχ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.) Σάμ. Στερελλ. (Ἰτέα) Χίος: Βάλε νερὸ =ς τὸ σγουρνὶ νὰ πιˬοῦσι οἰ κόττες Κίτ. Μάν. Τὸ σγουρνὶν τῆς βρύσης Ἴμερ. Τὰ σουζούκιˬα τὰ κάνομε καβουρμᾶ καὶ τὰ ρίχνομε μέσα σὲ βουρνιˬὰ Εὕδηλ. Πλυν-νίσκουμέν τες ταὶ βάλ-λουμέν τες μέσ= =ς τὸ βουρνίν τιˬ ἁλατίζουμέν το Κυθρ. Πάστριψι τοὺ γουρνὶ νὰ πλύνου Ἰτέα || ᾎσμ. Χτυπᾷ την ὁ Προσφύρας καὶ ἀνοίγουν ἑφτὰ βρύσες, βάζει τὰ χέριˬα του γουρνιˬὰ καὶ πίνουν τ᾽ ἄογά τους (ἄογα = ἄλογα) Κῶς. ᾽Ποὺ τὸ στενόν της ἔρεσ-σα πατὶν-πατὶν τ᾽ ἐσφύρουν τ᾽ ἔπ-εσα ὁ ιλ-λόστραος μέσ᾽ ᾽ς τὸ βουρνὶν τοῦ οίρου (ἔρεσ-σα = ἐπερνοῦσα, πατὶν = σιγά, ιλ-λόστραος = χιλιόστραβος, οῖρος = χοῖρος) Κύπρ. Συνών. βλ. εἰς λ. γουρνάκι: 2) Μικρὰ ξυλίνη σκάφη ζυμώματος Κύπρ. (Κυθρ. κ.ἀ.): Νὰ μοῦ ᾽ώκῃς τ᾽ ἐμὲν ἕναβ βουρνὶν τοῦ ζυμωμάτου Κύπρ. 3) Τὸ λίκνον Κύπρ. (Κυθρ. κ.ἀ.) : Μιˬὰφ φορὰν εἶεν μιˬάβ βασίλισσαν τ᾽ ἐγέννησεν ἕναμ μωρόν, ταὶ σὰν τὸ εἶεμ μέσ᾽ ᾽ς τὸ βουρνίν, ἐκλέψαν τής το οἱ ἀνεράδες (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. Συνών. κούνιˬα, μπεσίκι, σκαφίδι. 4) Ἡ ὑδροχόη τοῦ ὑδρομύλου ἡ κατασκευαζομένη διὰ λαξεύσεως ἐκ παχέος κορμοῦ δένδρου ἢ ἐκ λίθων δακτυλιοειδῶς προσηρμοσμένων. Δι᾽ αὐτῆς διέρχεται ὕδωρ, τὸ ὁποῖον ἐκχυνόμενον πλήττει τὰς πτέρυγας τοῦ ὑδρομύλου καὶ θέτει αὐτὸν εἰς κίνησιν Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Σαράχ. Τραπ.) Συνών. ἀνάβολος 1δ, βαγένα 2, βαγένι 2, βαρέλι 4 (εὶς λ. βαρέλλι), δοχε͜ιά, καρούτα, κρέμαση, λούκι, μυλόγουρνα. 5) Λακκίσκος εἰς τὴν ἑστίαν, ὅπου ἀποτίθενται ἡ τέφρα καὶ τὰ καυσόξυλα Πελοπν. (Μεγαλόπ. Σκορτσιν.): Ἦταν ἡ φωτογωνιˬὰ μὲ τὸ σγουρνὶ καὶ ἀπὸ πάνω ἦταν ὁ φοῦρνος Σκορτσιν. 6) Ἡ φωλεὰ τῶν ὀρνίθων Μακεδ. Συνών. θυρίδα, κοίτη, κοττοφωλιˬά, κύστη, φωλιά. 7) Μικρὸν ξύλινον δοχεῖον τῶν κτιστῶν πρὸς μεταφορὰν τοῦ πηλοῦ Κυπρ. Συνών. πηλοφόρι. 8) Ἡ κυψέλη τῶν μελισσῶν, συνισταμένη ἐκ κορμοῦ δένδρου, κυλινδρικῶς τετμημένου καὶ ἔσωθεν κοίλου Πόντ. (Ὄφ. Σαράχ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.) Συνών. κάθοικο, κουβάνι, κουβέλι, κυψέλη, κρινί, μελισσιδογούρνιν, μελισσοκόφινο, τρῦπα, φρασκί. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γουρνὶ Θάσ. Πόντ. (Ζησιν.) Σίφν. καὶ ὑπὸ τοὺς τύπ. Βουρνὶ Τῆλ. Τῆν. (Σμαρδάκ.) Γουρνία Ἀμοργ. Εὔβ. (Κύμ. Ὀξύλιθ.) Σίφν. Γουρνιˬὰ Κρήτ. (Ἡράκλ. Ἱεράπ. Νεάπ. κ.ἀ.) Κῶς (Κέφαλ) Πελοπν. (Δ. Κορινθ.) Σῦρ. Χίος (Πισπιλ.) Βουρνιˬὰ Κύπρ. Νίσυρ. Ρόδ. ᾽ουρνιˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γουρνῶν Ἀλώνιν Χίος (Ποταμ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA